Αξιολόγηση της αγροπεριβαλλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Abstract
Οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό της διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, αφού επιδρούν αρνητικά στην προστασία του. Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, το αγροτικό περιβάλλον της Ευρώπης έχει παρουσιάσει σημαντικά και σαφή δείγματα υποβάθμισης. Οι παραδοσιακές ήπιες μορφές καλλιέργειας έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες γεωργικές πρακτικές στο πλαίσιο της εκμηχάνισης και εντατικοποίησης της γεωργίας. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την εντατικοποίηση είναι οι ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις για παραγωγή τροφής καθώς και οι επιδοτήσεις που δίνονταν στους αγρότες από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που στις αρχικές μορφές της ενθάρρυνε αυτήν την εντατικοποίηση της παραγωγής.
Οι θεματικοί άξονες που πλαισιώνουν τον σκοπό της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής είναι:
Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να προσδιοριστούν οι παράγοντες που την οδήγησαν σε αναθεωρήσεις, για να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη η περιβαλλοντική επίδοση της γεωργικής δραστηριότητας.
Η δημιουργία και ο υπολογισμός αγροπεριβαλλοντικών δεικτών, με τη βοήθεια του μοντέλου DPSIR, για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής επίδοσης της Ελληνικής γεωργίας σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες.
Οι αγροπεριβαλλοντικοί δείκτες που δημιουργήθηκαν για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ολλανδία είναι η Καλλιεργήσιμη Επιφάνεια και Γεωργική Παραγωγή, Ποσοστό Κατανάλωσης Νερού για Γεωργική Χρήση, Χρήση Λιπασμάτων, Χρήση Φυτοφαρμάκων, Διείσδυση Βιολογικών Καλλιεργειών, Εκπομπές Αεριών του Θερμοκηπίου
Από τη συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων των αγροπεριβαλλοντικών δεικτών της Ελλάδας, με τους αντίστοιχους δείκτες για τις προαναφερθείσες εξεταζόμενες χώρες της διατριβής, προκύπτει ότι το ανθρώπινο δυναμικό που πλαισιώνει την ελληνική αγροτική παραγωγή και οικονομία πρέπει να ακολουθήσει πιο επισταμένως τις γεωργικές πρακτικές και τους περιβαλλοντικούς ελέγχους αντίστοιχα, ώστε να αυξήσει το ποσοστό περιβαλλοντικής επίδοσης της γεωργικής δραστηριότητας.