Αντιλήψεις των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών για τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος: ο ρόλος της εθνικής ταυτότητας και της διατομής της με την ταυτότητα του φύλου
Abstract
Ο σκοπός αυτής της έρευνας ήταν τόσο διερευνητικός όσο και παρεμβατικός, εστιάζοντας στις αντιλήψεις των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών για το ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η εθνική ταυτότητα και η διατομή της με την ταυτότητα του φύλου στη διαχείριση των αναπαραστάσεων του παρελθόντος μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας περιλάμβανε τη θεωρία της διατομής και τη μεταμοντέρνα κριτική θεωρία. Χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία· συγκεκριμένα, ως μέθοδοι συλλογής δεδομένων αξιοποιήθηκαν μεταμοντέρνες μορφές συνεντεύξεων και ομάδων εστίασης. Στις συνεντεύξεις συμμετείχαν σαράντα Ελληνοκύπριοι εκπαιδευτικοί δημοτικής εκπαίδευσης – οι είκοσι ήταν γυναίκες και οι είκοσι άνδρες (από τους οποίους οι μισοί ήταν πρόσφυγες). Όλοι γεννήθηκαν μετά το 1974. Δώδεκα από αυτούς τους συμμετέχοντες έλαβαν μέρος και στις ομάδες εστίασης. Οι περιορισμοί της έρευνας αφορούσαν στην επιλογή των συμμετεχόντων, στις μεθόδους συλλογής των δεδομένων και στο πεδίο του θέματος το οποίο διερευνήθηκε.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει διαφοροποίηση στο επίπεδο ‘ευαισθησίας’ το οποίο επιδεικνύουν οι συμμετέχοντες όσον αφορά στην εθνική πολιτική των αναπαραστάσεων του παρελθόντος και στην έμφυλη πολιτική των αναπαραστάσεων αυτών. Από τη μια, όλοι οι συμμετέχοντες επέδειξαν ευαισθησία για την εθνική πολιτική των αναπαραστάσεων η οποία αφορούσε στη διαμόρφωση της συγκρουσιακής σχέσης των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Ειδικότερα, όλοι οι συμμετέχοντες ανίχνευσαν αυτή την πολιτική· δηλαδή, αναγνώρισαν ότι οι αναπαραστάσεις δεν απεικόνιζαν το παρελθόν ολοκληρωμένα ή / και αντικειμενικά όσον αφορά στη σχέση αυτή. Αναγνώρισαν επίσης ότι μέσα από τις αναπαραστάσεις εξυπηρετείται ο στόχος για συντήρηση της συγκρουσιακής σχέσης αυτών των δυο ομάδων. Επιπρόσθετα, όλοι οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι εφαρμόζουν διδακτικές πρακτικές οι οποίες διαπραγματεύονται ή υποσκάπτουν την εθνική πολιτική των αναπαραστάσεων. Έτσι, ισχυρίστηκαν ότι αξιοποιούν τις αναπαραστάσεις με τρόπο ο οποίος συμβάλλει στη διαπραγμάτευση – ταυτόχρονη συντήρηση και υπονόμευση – της συγκρουσιακής σχέσης των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ή στην αποκλειστική υπονόμευση αυτής της σχέσης.
Από την άλλη, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν επέδειξε ευαισθησία ή επέδειξε μερική ευαισθησία για την έμφυλη πολιτική των αναπαραστάσεων του παρελθόντος η οποία αφορούσε στη διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας των Ελληνοκυπρίων γυναικών και ανδρών. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν ανίχνευσε ή ανίχνευσε μερικώς αυτή την πολιτική. Άρα, δεν αναγνώρισαν ότι οι αναπαραστάσεις δεν απεικόνιζαν το παρελθόν ολοκληρωμένα σε σχέση με τη συμπεριφορά και τις εμπειρίες των Ελληνοκυπρίων γυναικών και ανδρών. Επίσης, δεν αναγνώρισαν ότι μέσα από αυτές τις αναπαραστάσεις εξυπηρετείτο ο στόχος για συντήρηση της σχέσης εξουσίας των Ελληνοκυπρίων γυναικών και ανδρών. Επιπρόσθετα, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι αξιοποιούν διδακτικές πρακτικές οι οποίες στηρίζουν την έμφυλη πολιτική των αναπαραστάσεων. Δηλαδή, ανέφεραν ότι αξιοποιούν τις αναπαραστάσεις με τρόπο ο οποίος συμβάλει στη συντήρηση των προτύπων του δυνατού Ελληνοκύπριου άνδρα και της αδύναμης Ελληνοκύπριας γυναίκας.
Αυτή η διαφοροποίηση της ‘ευαισθησίας’ την οποία επέδειξαν οι συμμετέχοντες φαίνεται να σχετίζεται με συνθήκες οι οποίες επικρατούν στο παρόν πλαίσιο της Κύπρου καθώς και με σχετικές εμπειρίες των συμμετεχόντων. Αυτές οι συνθήκες ή / και οι εμπειρίες των συμμετεχόντων εκλαμβάνονται ως αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες ωθούν τους εκπαιδευτικούς προς δυο αντίθετες κατευθύνσεις – η μια κατεύθυνση είναι η συντήρηση της συγκρουσιακής σχέσης των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και η άλλη η υπονόμευση αυτής της σχέσης.
Η εργασία αυτή παρέχει ενδείξεις για την αναγκαιότητα λήψης μέτρων στο Ελληνοκυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα όσον αφορά στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής, των αναλυτικών προγραμμάτων, της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και της διδασκαλίας. Πρώτον, φαίνεται να είναι χρήσιμο να ευαισθητοποιηθούν οι Ελληνοκύπριοι εκπαιδευτικοί για το(ν) (καταπιεστικό) ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η διατομή της εθνικής ταυτότητας με την ταυτότητα του φύλου, καθώς και όλες οι άλλες ταυτότητές τους και οι διατομές τους, στη ζωή τους. Δεύτερον, φαίνεται ότι χρειάζεται να παροτρυνθούν να είναι πιο κριτικά αναστοχαστικοί όσον αφορά στις παιδαγωγικές συνέπειες του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις διάφορες ταυτότητες. Τρίτον, μπορούν να ενθαρρυνθούν να εντοπίζουν τη διατομή της εθνικής και της έμφυλης
πολιτικής των αναπαραστάσεων του παρελθόντος και να καταρτιστούν να την κριτικάρουν.
Σημαντική συμβολή της έρευνας αυτής είναι η διαπίστωση της προθυμίας των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών να αξιοποιήσουν εναλλακτικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος στην εκπαίδευση οι οποίες μπορούν να προωθήσουν την ειρήνη και τη συμφιλίωση στην Κύπρο. Επίσης, η έρευνα αυτή έχει συμβάλει στην οριοθέτηση του ρόλου τον οποίο διαδραματίζει η ταυτότητα του φύλου, πέρα από την εθνική ταυτότητα, στη διαχείριση των αναπαραστάσεων του παρελθόντος μέσα από την εκπαίδευση. Δηλαδή, έχει συμβάλει στο να αναδειχθεί ένας ιδιαίτερα συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο η διατομή των δυο αυτών ταυτοτήτων ενημερώνει τις αντιλήψεις αλλά και τις διδακτικές πρακτικές των Ελληνοκυπρίων εκπαιδευτικών. Τέλος, η έρευνα αυτή έχει συμβάλει στον καθορισμό της επίδρασης την οποία έχει το πλαίσιο της Κύπρου στις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα στις αναπαραστάσεις του παρελθόντος και στις συλλογικές ταυτότητες. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρέχουν επίσης ενδείξεις για την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας σε σχέση με τη διατομή της εθνικής ταυτότητας με την ταυτότητα του φύλου και με άλλες συλλογικές ταυτότητες στην Κύπρο και τις επιπτώσεις για τα αναλυτικά προγράμματα και τη διδασκαλία.