Εφαρμογή μοντέλων ανακάλυψης γνώσης στη βάση δεδομένων DACUS, τουΥπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της Ελλάδας
Abstract
Στην εν λόγω Διατριβή επεξεργαζόμαστε δεδομένα από το ετήσιο Πρόγραμμα Δακοκτονίας, το οποίο υλοποιείται στην Ελλάδα από τις Διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) των Περιφερειακών Ενοτήτων (πρώην Νομαρχιών). Τα στοιχεία ελήφθησαν από τη Βάση Δεδομένων DACUS, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η οποία χρησιμοποιείται για την ηλεκτρονική καταγραφή των στοιχείων και από το φυσικό αρχείο της ΔΑΟΚ Χαλκιδικής.
Ο δάκος (Bactocera oleae) είναι ένα είδος μύγας που προσβάλλει τον καρπό της ελιάς και προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητάς του. Πρόκειται δε για τον κυριότερο εχθρό των ελαιοκαλλιεργειών. Η υλοποίηση του προγράμματος δακοκτονίας γίνεται κάθε χρόνο από Μάιο μέχρι Νοέμβριο.
Τα δεδομένα αφορούν σε μετρήσεις του πληθυσμού των ατόμων του δάκου που συλλαμβάνονται σε παγίδες, σε μετρήσεις του μεγέθους της προσβολής και στις επεμβάσεις (ψεκασμοί εδάφους) που πραγματοποιούνται με εντομοκτόνα για τον περιορισμό του πληθυσμού του δάκου. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης μετεωρολογικά δεδομένα που ελήφθησαν από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Τα δεδομένα από φυσικό αρχείο ψηφιοποιήθηκαν και όλα μαζί οργανώθηκαν σε Βάση Δεδομένων που κατασκευάστηκε. Με τη χρήση της γλώσσας στατιστικών υπολογισμών R διαμορφώθηκαν κατάλληλοι πίνακες (data frames) και διερευνήθηκε ο τρόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφόρων παραγόντων (πληθυσμός δάκου, προσβολές, ψεκασμοί, μετεωρολογικά στοιχεία). Επίσης δημιουργήθηκαν, αυτόματα, διαγράμματα που απεικονίζουν τη μεταβολή του δακοπληθυσμού σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, σε κάθε δήμο και έτος. Με τη χρήση του Rattle, μιας εφαρμογής της R για την εξόρυξη δεδομένων, αξιολογήθηκαν δύο μοντέλα κατηγοριοποίησης (Δέντρο Απόφασης και Μηχανή Διανυσμάτων Υποστήριξης) για την πρόγνωση της μεταβολής του δακοπληθυσμού.
Σκοπός της έρευνας είναι η συμβολή σε μία μελλοντική αξιοποίηση των δεδομένων της βάσης DACUS προκειμένου να αναπτυχθούν μοντέλα που θα οδηγήσουν σε μία ορθολογική εφαρμογή των χημικών επεμβάσεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος με τη μικρότερη δυνατή οικονομική και περιβαλλοντική επιβάρυνση.