dc.description.abstract | Το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για την ετοιμότητα των σχολείων
απέναντι στην κρίση και τη διαχείρισή της έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία,
ιδιαίτερα μετά από μια σειρά από τραγωδίες, που έπληξαν σχολικές μονάδες. Στα σχολεία
απαιτείται πλέον να εντάξουν στα ετήσια προγράμματά τους σχέδια δράσης για την πρόληψη
και αντιμετώπιση θεομηνιών, ατυχημάτων, ασθενειών, καθώς και τρομοκρατικών ενεργειών,
γεγονός που υποχρεώνει τους διευθυντές να αναλάβουν πρωτόγνωρους γι’ αυτούς ρόλους.
Πολλές χώρες, σε εθνικό επίπεδο, ανάμεσά τους και η Κύπρος, έλαβαν πολιτικές αποφάσεις,
θέσπισαν σχετικό νομικό πλαίσιο και θεσμοθέτησαν υπηρεσίες για αποτελεσματική
διαχείριση των κρίσεων που απειλούν τα σχολεία. Η διαχείριση των κρίσεων στα σχολεία,
παρόλο που στα πλείστα σημεία προσομοιάζει με τη διαχείριση κρίσεων στους υπόλοιπους
οργανισμούς, δεν περιορίζεται μόνο στην έννοια της πρόληψης και της αντιμετώπισης, αλλά
επεκτείνεται και στην επαναφορά του οργανισμού στην ομαλότητα, εφόσον ανάμεσα στις
τραγικές επιπτώσεις μιας κρίσης συγκαταλέγεται το μετατραυματικό στρες σε μαθητές και
εκπαιδευτικούς. Οι ψυχοσωματικές συνέπειες μετά από τη βίωση μιας κρίσιμης κατάστασης,
ιδιαίτερα σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, όπως είναι τα παιδιά και οι έφηβοι, σε
συνδυασμό με αισθήματα ανασφάλειας, σε ένα κατά κανόνα ασφαλές χώρο
κοινωνικοποίησης και μάθησης, οδηγούν συχνά σε ανεπανόρθωτα ψυχολογικά τραύματα και
χαμηλές σχολικές επιδόσεις.
Εύλογα, λοιπόν, τίθενται ερωτήματα κατά πόσο οι διευθυντές είναι έτοιμοι στο να
διαχειριστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις κρίσεις που πλήττουν ή που αναμένεται να
πλήξουν το σχολείο τους, καθώς, επίσης, ποια είναι τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά
και το στιλ ηγεσίας που υιοθετούν κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης σε καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτέλεσε (α) η διερεύνηση του
βαθμού ετοιμότητας των διευθυντών των δημόσιων σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης της Κύπρου στη διαχείριση κρίσεων, και (β) η καταγραφή και ανάλυση των νοητικών
διεργασιών που παρουσιάζουν οι διευθυντές κατά τη διαχείριση μιας κρίσης. Σκοπός της
εργασίας είναι η προσφορά καινούριας γνώσης συμπληρώνοντας το κενό που παρουσιάζεται
στη βιβλιογραφία στον τομέα της εκπαιδευτικής διοίκησης, με το σχεδιασμό ενός μοντέλου
λήψης απόφασης το οποίο να ανταποκρίνεται στις ιδιομορφίες και απαιτήσεις της
διαχείρισης των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
Για τη διερεύνηση του βαθμού ετοιμότητας των διευθυντών, σχεδιάστηκε
ερωτηματολόγιο το οποίο στηρίχθηκε σε ερευνητικά εργαλεία αντίστοιχων ερευνών, στο
υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της δημοτικής εκπαίδευσης της Κύπρου, καθώς επίσης και στην
ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που αφορούσε τη διαχείριση κρίσεων στα σχολεία. Η
παρατήρηση και καταγραφή των νοητικών διεργασιών των διευθυντών πραγματοποιήθηκε
στα πλαίσια ημιδομημένων συνεντεύξεων με τη χρήση ενός υποθετικού σεναρίου, το οποίο
περιέγραφε ένα τραγικό περιστατικό σε δημόσιο δημοτικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια των
συνεντεύξεων, τα υποκείμενα της έρευνας καλούνταν να εκδηλώσουν φωνακτά τις σκέψεις
τους σε συγκεκριμένα σημεία του σεναρίου και, τέλος, να λάβουν αποφάσεις σε σχέση με τα
γεγονότα που εκτυλίσσονταν στο κείμενο. Πληθυσμός της έρευνας ήταν όλοι οι διευθυντές
της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που κατείχαν οργανική θέση διευθυντή και εργάζονταν στα
δημόσια δημοτικά σχολεία της Κύπρου κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 2009-2010.
είγμα της έρευνας ήταν 60 διευθυντές, οι οποίοι διαμοιράστηκαν σε δύο ομάδες,
πειραματική και ελέγχου. Τα μέλη της πειραματικής ομάδας καλούνταν, στα πλαίσια των
συνεντεύξεων, να εφαρμόσουν το Πρωτόκολλο Μεγαλόφωνης Σκέψης και, συνεπώς, να
εκδηλώσουν φωνακτά τις σκέψεις τους σε συγκεκριμένα σημεία του υποθετικού σεναρίου,
ώστε να παρατηρηθούν και να καταγραφούν νοητικές διεργασίες και στρατηγικές και,
ακολούθως, να λάβουν αποφάσεις σε προκαθορισμένα κομβικά σημεία του σεναρίου. Τα
μέλη της ομάδας ελέγχου, μετά από την ανάγνωση τμήματος του σεναρίου, προχωρούσαν αμέσως στη λήψη αποφάσεων. Το ερωτηματολόγιο ήταν το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε
για τη διαπίστωση του βαθμού ετοιμότητας των διευθυντών και συμπληρώθηκε από όλα τα
υποκείμενα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι οι διευθυντές εμφανίζονται, σε
γενικές γραμμές, έτοιμοι να διαχειριστούν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στα σχολεία τους.
Σημαντικό εύρημα αποτελεί, επίσης, το γεγονός ότι ο βαθμός ετοιμότητας παρουσιάζεται
ανάλογος, όχι τόσο με τη σοβαρότητα των περιστατικών όσο με την οικειότητα που
παρουσιάζουν οι διευθυντές με τις διάφορες κατηγορίες κρίσεων. Για παράδειγμα, οι
διευθυντές παρουσιάζουν ψηλό βαθμό ετοιμότητας στην αντιμετώπιση ενός σεισμού,
περιστατικό για το οποίο έχουν ενημερωθεί, προετοιμαστεί και ασκηθεί με το προσωπικό και
τους μαθητές τους. Αντίθετα, ο αντίστοιχος βαθμός ετοιμότητας στην περίπτωση εισόδου
ανεπιθύμητου προσώπου στο σχολείο, περιστατικό για το οποίο υπήρξε ελάχιστη ή ελλιπής
ενημέρωση και καθόλου προετοιμασία ή άσκηση, εμφανίζεται σχετικά χαμηλός.
Από την παραγοντική ανάλυση που έγινε, για να εξακριβωθεί η σχέση μεταξύ των
διάφορων μεταβλητών του ερωτηματολογίου, προέκυψε μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι
δείχνουν ότι οι διευθυντές διαχωρίζουν την πρόληψη της κρίσης σε παθητική, η οποία
εστιάζεται στη θεωρητική κατάρτιση και εκπαίδευση και σε ενεργητική στην οποία
περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός και η πρακτική εφαρμογή σχεδίων δράσης. Επίσης, οι
διευθυντές παρουσιάζουν δύο προφίλ ανταπόκρισης στην κρίση, διαχωρίζοντας τα
περιστατικά σε οικεία και μη οικεία, εμφανίζοντας ψηλό και χαμηλό βαθμό ετοιμότητας
αντίστοιχα.
Από τις αναλύσεις των δεδομένων που προέκυψαν κατά τη διαδικασία
απομαγνητοφώνησης των συνεντεύξεων του συνόλου των διευθυντών που συμμετείχαν στην
έρευνα, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των μελών
της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου. Συγκεκριμένα, οι διευθυντές και των δύο ομάδων παρουσίασαν μέτριο προς ψηλό βαθμό ετοιμότητας, ακολούθησαν τις διαδικασίες
που συνδέονταν περισσότερο με συγκεκριμένο μοντέλο διαχείρισης κρίσεων, ενώ
υιοθέτησαν κατά κύριο λόγο το ορθολογιστικό στιλ λήψης απόφασης, με τα μέλη της
πειραματικής ομάδας να λαμβάνουν περισσότερο στιγμιαίες παρά διαισθητικές αποφάσεις.
Το γεγονός ότι οι δύο ομάδες δε διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους, οδήγησε στο
ασφαλές συμπέρασμα πως η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Μεγαλόφωνης Σκέψης στα μέλη
της πειραματικής ομάδας δεν επηρέασε τη διαδικασία διαχείρισης της κρίσης ούτε τον τρόπο
λήψης απόφασης, επιτρέποντας, παράλληλα, τη μελέτη των νοητικών διεργασιών που
παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν στα πλαίσια των συνεντεύξεων. Για τη μελέτη και την
κατηγοριοποίηση των νοητικών διεργασιών, αξιοποιήθηκε κωδικοποιημένο εννοιολογικό
σχήμα το οποίο στηρίχθηκε σε αντίστοιχες ερευνητικές εργασίες και πήρε την τελική του
μορφή μετά από την ανάλυση των δεδομένων των πιλοτικών συνεντεύξεων.
Η επεξεργασία των νοητικών διεργασιών των μελών της πειραματικής ομάδας
φανέρωσε πως οι διευθυντές στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις δικές τους πεποιθήσεις και
πιστεύω γεγονός που συνδέεται με την ανάληψη ευθύνης, που απορρέει από τη διαχείριση
μιας κρίσης στο σχολείο τους. Επιπρόσθετα, οι διευθυντές τείνουν να εξάγουν σημαντικό
αριθμό συμπερασμάτων, νοητική διεργασία που συνδέεται άμεσα με την επίλυση
προβλημάτων και την αναζήτηση, αλλά και σύνθεση νοητικών μοντέλων, στην προσπάθεια
του ατόμου να κατασκευάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα λύσης. Στις νοητικές διεργασίες που
κυριάρχησαν σημειώνεται ακόμη η ενεργοποίηση προϋπάρχουσας γνώσης με τα υποκείμενα
να προσπαθούν να βρουν στήριξη σε εμπειρίες του παρελθόντος αλλά και οδηγίες και
κανονισμούς που διέπουν τη διαχείριση κρίσεων στα σχολεία, ενώ η διαίσθηση ήταν η
νοητική διεργασία που είχε τη μεγαλύτερη συσχέτιση με τη λήψης απόφασης.
Τα ερευνητικά ευρήματα, σε συνδυασμό με την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στο
πεδίο της διαδικασίας λήψης απόφασης και της διαχείρισης κρίσεων, ανέδειξαν τα δομικά στοιχεία του προτεινόμενου μοντέλου λήψης απόφασης, στο οποίο εισάγεται ο όρος της
δομημένης διαίσθησης. Κατ’ αυτή την έννοια, γίνεται αποδεκτή η παραδοχή πως οι ηγέτες,
όταν καλούνται να λάβουν αποφάσεις σε στρεσογόνες συνθήκες και ασταθή περιβάλλοντα,
όπως συμβαίνει σε καταστάσεις κρίσεων που πλήττουν τον οργανισμό, αντιδρούν με τρόπο
ενστικτώδη και συχνά αδιευκρίνιστο, όπου παρατηρείται ένας συγκερασμός σκόπιμων και
συνειδητών διεργασιών με διαισθητικές και ασυναίσθητες αντιδράσεις. Με απλά λόγια,
γνωρίζουν (τι κάνουν), αλλά δε γνωρίζουν γιατί (κάνουν τη συγκεκριμένη επιλογή). Με το
συγκεκριμένο μοντέλο λήψης απόφασης προτείνεται η συστηματική και σκόπιμη κατασκευή
νοητικών μοντέλων τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν αυτούσια ή να συνδυαστούν με άλλα
ώστε να αποτελέσουν μια πηγή διαισθητικών αντιδράσεων, αποσκοπώντας με τον τρόπο
αυτό σε γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις.
Λόγω, λοιπόν, της σπουδαιότητας του θέματος και του αυξανόμενου ενδιαφέροντος
που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στον τομέα της διαχείρισης κρίσεων γενικότερα και
της ετοιμασίας των σχολείων και των διευθυντών ειδικότερα, επιβάλλεται να διεξαχθούν
περαιτέρω έρευνες οι οποίες θα μπορούσαν να ασχοληθούν σε βάθος με την εξέταση
διάφορων πτυχών του συγκεκριμένου πεδίου με στόχο την επέκταση της παρούσας εργασίας.
Παρόμοια έρευνα με διαφορετικό πληθυσμό εντός ή και εκτός Κύπρου, για παράδειγμα, θα
βοηθούσε να διαφανεί κατά πόσο το προτεινόμενο μοντέλο μπορεί να υιοθετηθεί και σε
άλλους οργανισμούς και ηγετικά στελέχη που καλούνται να διαχειριστούν μια κρίση ή έχει
να κάνει ειδικά με την ομάδα των διευθυντών της Κύπρου.
Σημαντική πρωτοτυπία της έρευνας αυτής είναι ότι αφορά την πρώτη ερευνητική
προσπάθεια που πραγματοποιείται στον κυπριακό, καθώς και στον ευρύτερο διεθνή χώρο, η
οποία προσπαθεί να καταγράψει τις νοητικές διεργασίες των διευθυντών δημοτικής
εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια λήψης απόφασης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στην
προσπάθειά τους να διαχειριστούν αποτελεσματικά μια κρίση, με σκοπό την εκπόνηση ενός μοντέλου λήψης απόφασης. Στην πρωτοτυπία της έρευνας και τη συνεισφορά της στην
επιστήμη θα μπορούσε να προστεθεί η χρήση σεναρίου κατά τη διάρκεια των ημιδομημένων
συνεντεύξεων, η οποία αποσκοπούσε στην προσομοίωση μιας κρίσιμης κατάστασης και στη
δημιουργία συνθηκών πίεσης και συναισθηματικής φόρτισης, σαν να εκτυλισσόταν ένα
πραγματικό γεγονός.
Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι το έργο των διευθυντικών στελεχών στα
σχολεία, όπως και σε άλλους οργανισμούς, γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκο, απαιτητικό
και πολυσύνθετο. Πέρα από τον παιδαγωγικό και συμβουλευτικό του ρόλο, ο ηγέτης της
σχολικής μονάδας καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις οργάνωσης και διοίκησης
ακόμη και της επιβίωσης ενός σύγχρονου, ζωντανού οργανισμού αλληλένδετου με το
κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και το γεωπολιτικό περιβάλλον που το περιβάλλει. Στην
Κύπρο η παρούσα έρευνα αποτελεί μια προσπάθεια από τις πολλές που καλό θα ήταν να
γίνουν για να περάσουν τα σωστά μηνύματα στα κέντρα λήψης απόφασης έτσι ώστε η
ένταξη θεμάτων διαχείρισης κρίσεων στα προγράμματα εκπαίδευσης των διευθυντικών
στελεχών των σχολικών μονάδων της Κύπρου να ενταθεί, να συστηματοποιηθεί και να
ξεφύγει από το εμβρυικό στάδιο που βρίσκεται σήμερα. | el_GR |
dc.description.translatedabstract | This dissertation addresses the emerging area of school crisis management. Even
though schools are not traditional emergency response organizations, various natural and
manmade hazards pose risks to the health and safety of students and personnel. During the
last two decades there has been a growing awareness that all sectors of our society, including
school communities, should be prepared for emergencies and disasters. Nowadays schools
are forming up crisis intervention teams and conducting emergency action plans that aim to
minimize the undesirable and devastating effects of a tragedy.
At the national level many countries, including Cyprus, issued special regulations as an
additional measure to reassure that schools are confronting their obligations to have
emergency response procedures in place and regularly exercise them. Although school crisis
management makes no difference from similar actions that are followed by other
organizations when responding to a crisis, research has shown that children who were
involved in catastrophic events experience post-traumatic stress disorders showing a wide
range of reactions, including fear, depression, anger and isolation that have direct negative
affect in learning. These factors stress the need for a coherent preventing, responding and
recovery emergency plan along with a consistent preparation program for school leaders.
Principals play a vital and multidimensional role towards the direction of a positive,
productive and safe school workplace, therefore, the focus of this research is (i) the primary
school principals' readiness in crisis management, and (ii) the observation and recording of
principals’ cognitive processes whilst coping with a crisis towards a decision making model
for emergency situations. To investigate the principal’s perception on their degree of
readiness a questionnaire was developed and given to a randomly selected sample of 60 out
of 306 Cypriot primary education principals that were in service during 2009-2010. Semistructured
interviews were conducted with all participants with the use of a fictitious scenario that described a major accident in a school. The interviewees were randomly divided into an
experimental and a control group. During the interview a sequence of unexpected events
requested for fast and crucial decision making response for both groups members. For the
experimental group a think-aloud methodology was employed to allow the recording of their
cognitive processes in predefined areas.
Data analysis revealed that Cypriot principals find themselves relatively adequate to
manage their school crisis. The results showed a significant positive relationship between the
principals’ degree of readiness and the familiarity of forth coming crises. The confirmatory
factor analysis defined a number of factors that pose interest into the separation of the
preparation phase prior to a crisis to a theoretical and a practical one, whereas the response
phase also followed a subdivision between the familiar and the unfamiliar events. Further
data analysis didn’t reveal any statistically significant difference between the experimental
and the control group, thus leading to a safe conclusion that the implementation of the think
aloud protocol didn’t affect the outcomes of the experimental group. A more thorough study
on the participants’ cognitive processes, revealed that during their involvement in a crisis
situation principals make decisions that are congruent with their beliefs, whilst during the
decision making process they tend to draw many conclusions and recall cognitive models
based on their prior knowledge and experience. Moreover, principals follow their gut feelings
thus making decisions following a more or less dual-process combining both deliberate and
intuitive reasoning.
Finally, a synthesis of the research’s findings taking into account basic assumptions
drawn by the literature review on decision making process and crisis management, led to a
proposed decision making model introducing the term structured intuition. In that concept we
argue that intuitional processes do not only concern random mental representations that are
merely retrieved from memory and matched to similar patterns derived from a problematic situation, such as a crisis, to lead to a decision. In contrast, structured intuition suggests a
more deliberate, yet subconscious, procedure where specific mental representations are
retrieved as such or combined with other existing on newly accumulated mental
representations to build new ones. | en |