Εκτίμηση της οικολογικής ακεραιότητας σε τοπία της επαρχίας Πάφου
Abstract
Η οικολογική ακεραιότητα είναι μια βασική ιδιότητα των οικοσυστημάτων που δείχνει την ικανότητα τους για αυτοοργάνωση και ως επόμενο την αντοχή τους στο χρόνο κάτω από διαφόρων τύπων διαταραχές. Στην περιοχή της επαρχίας Πάφου, που αποτελεί την περιοχή μελέτης, και γενικότερα σε χώρες της Μεσογείου υπάρχει μια μακρά ιστορία ανθρώπινης παρέμβασης που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των οικοσυστημάτων και τις δομές από τις οποίες χαρακτηρίζονται. Οι επεμβάσεις αυτές παρόλη την μακρόχρονη ιστορία τους φαίνεται ότι πιθανά να είχαν θετικό αντίκτυπο στην βιοποικιλότητα. Η θετική επίδραση ανθρωπογενών επιδράσεων συνάδει και με αποτελέσματα της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής αφού ημιφυσικά τοπία, που διαμορφώθηκαν σε συνάρτηση με την παρουσία του ανθρώπου, εκτιμήθηκαν να έχουν τον ίδιο βαθμό οικολογικής ακεραιότητας με δασικά τοπία που είχαν ιστορικά δεχτεί τον μικρότερο βαθμό ανθρωπογενούς παρέμβασης και χαρακτηρίζονται ως φυσικά. Αυτά τα ημιφυσικά τοπία φαίνεται να αλλοιώνονται λόγω δραστικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών όπως οι μετακινήσεις πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Ως επόμενο για την διατήρηση αυτών των σημαντικών ημιφυσικών περιοχών πρέπει να ληφθούν δράσεις. Πριν την λήψη δράσεων προηγουμένως πρέπει να έχει γίνει εκτίμηση της οικολογικής τους κατάστασης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν έχουν αναπτυχθεί κατάλληλες μέθοδοι που να χαρακτηρίζονται από ακρίβεια, χαμηλό κόστος και με εφαρμογή σε μικρό χρονοδιάγραμμα. Αυτό είναι και το αντικείμενο διερεύνησης της παρούσας μεταπτυχιακής διατριβής που πραγματεύεται δύο τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει μια τέτοια εκτίμηση. Αυτοί οι τρόποι διαφοροποιούνται στις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούν αλλά και στη φύση των δεδομένων. Η πρώτη μέθοδος συνίσταται με τη χρήση δεδομένων ποιοτικής φύσης που καταγράφονται στο πεδίο στα πλαίσια της αξιολόγησης του χαρακτήρα των τοπίων (LCA) ενώ η δεύτερη μέθοδος με χαρτογραφικά δεδομένα και κυρίως ποσοτικής φύσης. Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης για κάθε μέθοδο αλλά και ανάμεσα στις μεθόδους δείχνουν ότι μπορούν να εξάγονται αξιόπιστα και ακριβή αποτελέσματα χρησιμοποιώντας ποιοτικά δεδομένα από την LCA, ενώ η προσέγγιση μέσω χαρτογραφικών δεδομένων παρουσιάζει υστέρηση στο εύρος της διαβάθμισης που μπορεί να εξάγει από τα χαρακτηριστικά των ΜΠΤ που πιθανόν να οφείλεται σε ακαταλληλότητα των δεδομένων (που είναι διαθέσιμα και χρησιμοποιήθηκαν) στην κλίμακα που εφαρμόστηκε η ανάλυση. Κατά την ανάλυση με δεδομένα της LCA παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αρκετούς τύπους τοπίων (LCT’s) αλλά και αξιοσημείωτες διαβαθμίσεις σε τοπία του ιδίου τύπου.