Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.advisorΖεμπύλας, Μιχαλίνος
dc.contributor.authorΚουνναπή, Ευγενία
dc.contributor.otherKounnapi, Evgenia
dc.coverage.spatialΚύπροςel_GR
dc.date.accessioned2016-03-18
dc.date.accessioned2016-03-18T11:44:18Z
dc.date.available2016-03-18T11:44:18Z
dc.date.copyright2016-01
dc.date.issued2016-03-18
dc.identifier.isbn978-9963-695-43-0
dc.identifier.otherΔΚ-ΕΕΗΠ/2016/00011el_GR
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/11128/2235
dc.descriptionΠεριέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.el_GR
dc.description.abstractΗ έρευνα αυτή έχει σκοπό να διερευνήσει τις γλωσσικές στάσεις, τα ρεπερτόρια και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί στην κυπριακή δημοτική εκπαίδευση έναντι της γλωσσικής διαφοροποίησης των δίγλωσσων παιδιών στο σύγχρονο κυπριακό σχολείο. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στη διερεύνηση των πρακτικών αξιοποίησης ή μη της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών κατά τη διδασκαλία της κυρίαρχης γλώσσας διδασκαλίας από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, στη διερεύνηση ενδείξεων που προωθούν μια κοινωνικά δίκαιη διδασκαλία έναντι κυριότερα των δίγλωσσων μαθητών τους και τέλος στη διερεύνηση ενδεικτικών πρακτικών που προωθούν την κριτική πολυπολιτισμικότητα. Για την προσέγγιση των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές εννοιολογικές προσεγγίσεις: (α) η προσέγγιση των στάσεων, (β) τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» ως προσέγγιση της ανάλυσης λόγου και (γ) η παρατήρηση της εκπαιδευτικής πρακτικής στο επίπεδο της σχολικής τάξης. Συγκεκριμένα η έρευνα διερεύνησε τέσσερα ερωτήματα. Το πρώτο και το δεύτερο αφορούσαν τη στάση και τον εντοπισμό των ερμηνευτικών ρεπερτορίων των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών δημοτικής εκπαίδευσης έναντι τεσσάρων τομέων: 1) της γλωσσικής ετερότητας (διγλωσσίας), 2) των δίγλωσσων μαθητών και της παρουσίας τους στις σχολικές μονάδες, 3) της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας για τη διδασκαλία της κυρίαρχης και 4) της πολιτικής που ακολουθείται σήμερα από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Ακολούθως, το τρίτο ερώτημα αφορούσε τον εντοπισμό ενδείξεων μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας κατά τη διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές, των διδακτικών πρακτικών όσον αφορά την αξιοποίηση της μητρικής τους γλώσσας για τη διδασκαλία των ελληνικών και την εφαρμογή πρακτικών που προάγουν την κριτική πολυπολιτισμικότητα. Τέλος, το τελευταίο ερώτημα μελέτησε τη σχέση μεταξύ των στάσεων, των ρεπερτορίων και των διδακτικών πρακτικών των Ελληνοκύπριων εκπαιδευτικών κατά τη διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές. Η εστίαση και των τεσσάρων ερωτημάτων δόθηκε ειδικότερα στον τύπο της σχολικής μονάδας στον οποίο εργάζονταν οι συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί (και στις δύο φάσεις της έρευνας), κάτι που δεν έχει διερευνηθεί ξανά στο παρελθόν αλλά και ο συνδυασμός της διδασκαλίας για κοινωνική δικαιοσύνη και κριτική πολυπολιτισμικότητα με την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών. Για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα, η έρευνα διεξήχθηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση επιλέγηκαν με σκόπιμη δειγματοληψία 46 εκπαιδευτικοί από όλες τις επαρχίες της ελεύθερης Κύπρου (14 εργάζονταν σε σχολικές vi μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών (άνω του 50%), 17 εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με μέσο ποσοστό (από 20-50%) και 15 οι οποίοι εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με χαμηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών (κάτω από 20%) και από τους οποίους λήφθηκαν συνεντεύξεις σε βάθος. Για τον σκοπό της ανάλυσης αρχικά εντοπίστηκαν οι ‘στάσεις’ (μέσα από πέντε κατηγορίες) και ακολούθως τα γλωσσικά «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» των εκπαιδευτικών. Τα αποτελέσματα στο στάδιο αυτό ανέδειξαν δύο κυρίαρχες τάσεις: τις αρνητικές στάσεις αλλά και τις θετικές στάσεις έναντι της διγλωσσίας, των δίγλωσσων μαθητών, της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας και της διδασκαλίας έναντι αυτών. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών και από τους τρεις τύπους σχολικής μονάδας εκδήλωσε μια θετική στάση έναντι της διγλωσσίας και των θετικών στοιχείων που επιφέρει στην γνωστική ανάπτυξη ενός παιδιού. Οι στάσεις έναντι των δίγλωσσων μαθητών διαφοροποιήθηκαν αρκετά ανάλογα με τον τύπο της σχολικής μονάδας στην οποία βρίσκονταν οι εκπαιδευτικοί. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών εκδήλωσαν θετικές ή και πολύ θετικές στάσεις έναντι αυτών των μαθητών, έναντι της μητρικής τους γλώσσας και έναντι της διδασκαλίας τους. Δημιούργησαν ρεπερτόρια όπως αυτά της προσωπικής αποδοχής και επιλογής διδασκαλίας σε «δίγλωσσους» μαθητές, του δικαιώματος διατήρησης αλλά και αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας ενώ ταυτόχρονα φανέρωσαν μέσα από το λόγο τους την προοπτική αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών τους προς όφελος της κατάκτησης των ελληνικών. Ταυτόχρονα, εκδήλωσαν συναισθήματα πλεονασμού της σχολικής μονάδας στην οποία εργάζονται. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μέσο αριθμό δίγλωσσων μαθητών φάνηκε να εκδηλώνουν στην πλειοψηφία τους αρνητικές στάσεις έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους και της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας εκδηλώνοντας συναισθήματα ‘δυσφορίας, δυσκολίας, προβλήματος, τύψεων και άγχους’ κατά την καθημερινή τους επαφή τονίζοντας μάλιστα τον έντονο και απαιτητικό αγώνα που κάνουν καθημερινά για να ανταπεξέλθουν. Δημιούργησαν ρεπερτόρια αποδοχής των «αλλόγλωσσων» μαθητών ‘με όρους’. Σχεδόν όλοι δε θα επέλεγαν να εργάζονται σε σχολεία με αρκετούς δίγλωσσους μαθητές αν είχαν την ευκαιρία επιλογής ενώ αρκετοί εκδήλωσαν ρεπερτόρια απογοήτευσης και συναισθήματα μειονεξίας σε σχέση με άλλες σχολικές μονάδες που έχουν υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών. Τα ρεπερτόρια που εκδηλώθηκαν επιβεβαιώθηκαν και από τις ελάχιστες πρακτικές προβολής του πολιτισμού που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές τους και από τις vii σχεδόν ανύπαρκτες πρακτικές αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας. Τέλος, οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μικρό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών εκδήλωσαν μια ταλάντευση ανάμεσα στη σχετικά θετική στάση έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους και στη σχετικά αρνητική στάση έναντι της αξιοποίησης της μητρικής τους γλώσσας και της διδασκαλίας έναντι αυτών (αμφίσημη στάση). Εκδήλωσαν ρεπερτόρια προσωπικής αποδοχής αλλά όχι επιλογής στη διδασκαλίας τους σε δίγλωσσους μαθητές που διαφοροποιούνται γλωσσικά, του δικαιώματος διατήρησης αλλά όχι αξιοποίησης του γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές τους ενώ ταυτόχρονα φανέρωσαν την οικογενειακή ευθύνη που βαραίνει τους γονείς γι’ αυτή την αξιοποίηση. Στη δεύτερη φάση της έρευνας, ακολουθήθηκε η προσέγγιση της «μελέτης περίπτωσης» (case study). Επιλέγηκαν έξι εκπαιδευτικοί οι οποίοι παρατηρήθηκαν σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές περιόδους, με σκόπιμη δειγματοληψία μετά την προσεκτική ανάλυση των αποτελεσμάτων που παρουσίασαν στις ημιδομημένες συνεντεύξεις συνεντεύξεις. Επιλέγηκαν προς παρατήρηση εκπαιδευτικοί που παρουσίασαν μία πολύ θετική ή μία σχετικά θετική υποστήριξη έναντι της διγλωσσίας, των δίγλωσσων μαθητών τους αλλά και της αξιοποίησης και διατήρησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών τους από τρεις διαφορετικούς τύπους σχολικών μονάδων που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα: δύο από σχολικές μονάδες με υψηλό, δύο με μέσο και δύο με χαμηλό αριθμό δίγλωσσων μαθητών. Από κάθε τύπο σχολικής μονάδας επιλέγηκαν εκπαιδευτικοί που παρουσίασαν μέσα από τις συνεντεύξεις τους στο Α΄ στάδιο της έρευνας ενδείξεις με μεγαλύτερη συχνότητα: α) για εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας σε δίγλωσσους μαθητές (Chubbuck, 2010), β) που επέδειξαν ενδείξεις αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των μαθητών για τη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας (Cummins, 2005) και γ) που παρουσίασαν ενδείξεις εφαρμογής μιας κριτικά πολυπολιτισμικής προσέγγισης (Kincheloe & Steinberg, 1997). Κατά τη διάρκεια τεσσάρων εργάσιμων ημερών, λήφθηκαν πρωτογενή δεδομένα παρατήρησης του κάθε εκπαιδευτικού (μέσω θεατής μη συμμετοχικής παρατήρησης) και δευτερογενή δεδομένα μέσω συνεντεύξεων (με συναδέλφους εκπαιδευτικούς, βοηθητικό προσωπικό και τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μετά το τέλος της κάθε μέρας) και σημειώσεων προσωπικού ημερολογίου της ερευνήτριας μετά το τέλος της κάθε εργάσιμης μέρας. Ακολουθήθηκε ποιοτική μεθοδολογία με κύρια μέθοδο ανάλυσης την ανάλυση λόγου. Εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν τα κρίσιμα περιστατικά και οι διδακτικές πρακτικές που εφάρμοσαν οι έξι εκπαιδευτικοί κατά τη viii διδασκαλία τους σε δίγλωσσους μαθητές μέσω λεπτομερής περιγραφή της κάθε περίπτωσης, ακολουθούμενη από μία θεματική ανάλυση διά μέσου των περιπτώσεων δηλαδή μια ‘ανάλυση ανάμεσα στις περιπτώσεις’ (cross case analysis). Για την καταγραφή των προφίλ των εκπαιδευτικών χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της βινιέτας (Vignette) σε συνδυασμό με την καταγραφή των κρισιμότερων περιστατικών. Οι έξι εκπαιδευτικοί επιβεβαίωσαν όπως φάνηκε από τις παρατηρήσεις τη σύνδεσή τους με τα κριτήρια που τέθηκαν, άλλοι περισσότερο (εκπαιδευτικοί 1,2, 3, 4) και άλλοι λιγότερο (εκπαιδευτικοί 5, 6) ενώ τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων ευθυγραμμίστηκαν μ’ αυτά των στάσεων και των ρεπερτορίων προσφέροντας στην έρευνα βάθος και ‘χειροπιαστές αποδείξεις’. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα ανέδειξαν μια έντονη ευαισθησία και διάθεση των εκπαιδευτικών (1 και 2) που εργάζονταν σε σχολικές μονάδες με υψηλό ποσοστό δίγλωσσων μαθητών για υπεράσπιση και εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας έναντι των δίγλωσσων μαθητών τους, σημείο το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την αξιοποίηση του πολιτισμικού και γλωσσικού κεφαλαίου που κουβαλούν οι δίγλωσσοι μαθητές. Ο μεγάλος αγώνας και η έντονη εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας ήταν εμφανής και στις πρακτικές αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών (3 και 4) οι οποίες εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μέσο αριθμό δίγλωσσων μαθητών. Παρόλα αυτά, παρουσίασαν βασικές διαφορές ως προς την αξιοποίηση της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών αλλά και των πολιτιστικών στοιχείων που κουβαλούν. Ενώ είχαν τη θετική διάθεση να εντάξουν τη μητρική γλώσσα των μαθητών τους εντούτοις η αντίσταση του μεγάλου αριθμού των Ε/Κ, τα διαφορετικά επίπεδα των δίγλωσσων μαθητών, η έλλειψη χρόνου και το ‘άγχος’ για ολοκλήρωση της σχολικής ύλης, τους οδηγούσε στη μη αξιοποίηση δημιουργώντας στις ίδιες πολλές φορές ένταση κατά τη διδασκαλία. Ολοκληρώνοντας οι εκπαιδευτικοί (5 και 6) οι οποίοι εργάζονται σε σχολικές μονάδες με μικρό αριθμό δίγλωσσων μαθητών παρουσίασαν τις περισσότερες διαφορές με τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς. Ενώ και αυτοί είχαν παρουσιάσει στη διδασκαλία τους ικανοποιητικές ενδείξεις εφαρμογής μιας κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας υπερασπίζοντας τους δίγλωσσους μαθητές τους σε πολλές περιπτώσεις, εντούτοις ο μικρός αριθμός των δίγλωσσων μαθητών στην τάξη, η μεγάλη ομάδα των Ε/Κ, οι ελάχιστες δράσεις του σχολείου, η έλλειψη χρόνου και η ελλιπής επιμόρφωση τους οδηγούσαν στην επιτέλεση μικρού αγώνα για μια πιο ολοκληρωμένη εκπαίδευση σύμφωνα με τις ανάγκες των μαθητών αυτών ενώ οι πιο πάνω λόγοι μείωναν ix ταυτόχρονα και το κίνητρό τους για οποιαδήποτε δράση αξιοποίησης του γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου των δίγλωσσων μαθητών τους. Η συνεισφορά της παρούσας έρευνας καθορίζεται τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο. Η θεωρητική συνεισφορά προσδιορίζεται στην επέκταση κυριότερα της θεωρίας της αλληλεξάρτησης των γλωσσών σε εκπαιδευτικά συστήματα όπου δεν υπάρχει εφαρμογή διγλωσσικού προγράμματος ούτε επικράτηση δύο κυρίαρχων γλωσσών και η σύνδεσή της με τη θεωρία της κοινωνικής δικαιοσύνης και την προσέγγιση της κριτικής πολυπολιτισμικότητας. Ταυτόχρονα η θεωρητική συνεισφορά έγκειται στη μεθοδολογική επέκταση της θεωρίας των κοινωνικών αναπαραστάσεων σε εκπαιδευτικά πλαίσια με την εφαρμογή δύο εννοιολογικών εργαλείων (στάσεων και ρεπερτορίων) και ακολούθως η σύνδεσή τους με τις διδακτικές πρακτικές. Στη μέχρι τώρα διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει έρευνα που να επιδιώκει τη θεωρητική αυτή σύνδεση ή τη μεθοδολογική αυτή προέκταση και τη σύνδεση με τη γλωσσική διαφορετικότητα. Ακολούθως, η εμπειρική συνεισφορά προσδιορίζεται μέσα από τη συμβολή των αποτελεσμάτων στην παραγωγή νέας γνώσης αφού αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια προς την πληρέστερη κατανόηση της διδασκαλίας των δίγλωσσων μαθητών σε μονόγλωσσα εκπαιδευτικά συστήματα, με την εις βάθος μελέτη της επίδρασης που έχουν οι στάσεις και τα ρεπερτόρια που εκδηλώνουν οι εκπαιδευτικοί στις εκπαιδευτικές πρακτικές έναντι των μαθητών αυτών, όταν διαφοροποιείται ο τύπος της σχολικής μονάδας στην οποία διδάσκουν. Επίσης, αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια καταγραφής συγκεκριμένων πρακτικών αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών σε σχέση με τον τύπο της σχολικής μονάδας. Η αναγκαιότητα μελέτης για τη διερεύνηση ενός τέτοιου θέματος είναι μεγάλη αφού οι ενδείξεις που παρουσιάζονται αποτελούν την αρχή για παρουσίαση ενός θεωρητικού μοτίβου (pattern) που θα βοηθήσει τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής σε θέματα διγλωσσίας. Αναμένεται, ότι τα πορίσματα της έρευνας θα προβληματίσουν άμεσα τους φορείς εκπαιδευτικής πολιτικής και πρακτικής ως προς την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης και διδασκαλίας των δίγλωσσων μαθητών στηριζόμενη στις αρχές της κοινωνικά δίκαιης διδασκαλίας, της αξιοποίησης της μητρικής γλώσσας των δίγλωσσων μαθητών για τη διδασκαλία της κυρίαρχης ελληνικής γλώσσας και σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο της εφαρμογής μιας κριτικής πολυπολιτισμικότητας μέσα από τις πρακτικές των εκπαιδευτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών, των μαθητών αλλά και του κάθε τύπου σχολικής μονάδας ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της.el_GR
dc.format.extentxxxiii, 720 σ. 30 εκ.el_GR
dc.languagegrel_GR
dc.language.isogrel_GR
dc.rightsinfo:eu-repo/semantics/closedAccessel_GR
dc.subjectΔημοτική εκπαίδευση -- Δίγλωσσα παιδιάel_GR
dc.subjectPrimary schools -- Bilingual childrenel_GR
dc.titleΟι στάσεις, τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια και οι πρακτικές των εκπαιδευτικών δημοτικής εκπαίδευσης έναντι της γλωσσικής ετερότητας (διγλωσσίας) στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα: Προκλήσεις και προοπτικέςel_GR
dc.typeΔιδακτορική Διατριβήel_GR
dc.contributor.committeememberΠασιαρδής, Πέτρος
dc.contributor.committeememberΖεμπύλας, Μιχαλίνος
dc.contributor.committeememberΚενδέου, Παναγιώτα
dc.contributor.committeememberΧαραλάμπους, Κωνσταντίνα
dc.description.translatedabstractThe aim of this study was to investigate Greek Cypriot teachers’ attitudes, repertoires and practices towards the linguistic diversity of bilingual children in Cypriot primary education, the resulting pedagogical relationship and especially its impact on the maintenance of language capital of bilingual students in the context of sociopolitical conditions existing in the country. Great emphasis was given to the exploration of teachers’ practices when teaching Greek as a second language (the role that first language can play in learning the second) and the exploration of indications that promote a socially just teaching and a critical multiculturalism towards bilingual students in different school contexts. To map teachers’ different positions, three different conceptual tools were employed: a) attitudes, b) ‘interpretative repertoires’ as an approach of discourse analysis and c) observations of educational practices in different classroom contexts. Specifically, the survey explored four questions. The first and the second concerned identification of the attitudes and interpretative repertoires of Greek Cypriot teachers in primary education over four areas: 1) towards linguistic diversity (bilingualism), 2) towards the linguistically diverse students and their presence in schools, 3) towards the integration, maintenance and development of mother tongue when teaching the dominant (Greek language) and 4) towards the policy pursued today by the Ministry of Education and Culture of Cyprus. Subsequently, the third question investigated the discovery of indications of a socially just teaching, especially towards bilingual students, the exploration of teaching practices followed in the use of their mother tongue for teaching Greek and implementing practices that promote critical multiculturalism. Finally, the fourth question focused on the relationship between attitudes, repertoires and teaching practices of Greek Cypriot teachers in their teaching process towards bilingual students. The focus of all four questions were given particularly through the type of school unit in which the participants of the study worked (in both phases of research), which has not been investigated again in the past and the combination of teaching for social justice and critical multiculturalism with the maintenance and development of the mother tongue of bilingual students.The research was conducted in two phases. During the first phase, 46 teachers from five different districts around Cyprus were selected in a deliberate sampling, where 14 of them worked in schools with a high proportion of bilingual pupils (over 50%), 17 worked in schools with a proportion of bilingual pupils (20-50 %, relatively lower) and 15 worked in schools with a low percentage of bilingual students (under 20%). All participants xi were involved in semi-structured in-depth interviews. A careful and repeated reading of the data set was conducted in order to first identify teachers’ attitudes and secondly to identify teachers’ language interpretative repertoires (hereafter repertoires). Careful analysis of the survey results at this stage, identified two major trends in the attitudes of participants: the negative and the positive attitudes against bilingualism, bilingual students, the maintenance and development of bilingual students’ mother tongue and teaching to them. Specifically, the majority of teachers from all three types of school units expressed a positive attitude towards bilingualism. The attitudes of bilingual students differed considerably depending on the type of school which teachers were. Thus, teachers who worked in schools with a high percentage of bilingual students expressed rather positive or very positive attitudes towards these students and the maintenance and development of bilingual students’ mother tongue when teaching the dominant language, aligning these attitudes through their speech with arguments and positive feelings. They created repertoires as personal acceptance and teaching out of choice towards bilingual students, their right of maintenance and development of bilingual students’ mother tongue while simultaneously revealed through their speech, the prospect of using the mother tongue of their students for the benefit of Greek language acquisition. At the same time, they have expressed feelings of redundancy for the school unit they work. Instead, teachers working in schools with a relatively lower percentage of bilingual students seemed to manifest mostly negative attitudes towards their bilingual students and the maintenance and development of their mother tongue while expressing emotions of 'discomfort, difficulty, trouble, remorse and anxiety' in their daily teaching. At the same time they stress the intense and demanding daily teaching through their particular school unit while they have to handle two different student groups where each one is being characterized with unique linguistic special needs. They created repertoires ‘of acceptance’ towards their bilingual students. Almost everyone will not choose to work in schools with a high percentage of bilingual students, while several repertoires expressed ‘frustration’ and feelings of disadvantage in relation to school units with a high percentage of bilingual students. The repertoires manifested were confirmed by the minimum projection of cultural practices of their bilingual students and the almost non-existent language practices that promote the maintenance and development of bilingual students’ mother tongue when teaching the dominant language. Finally, teachers working in schools with a low percentage of bilingual students expressed a swing between a rather positive attitude towards their bilingual students xii and a rather negative attitude towards the use, maintenance and development of bilingual students’ first language when teaching the Greek language as a second language. They expressed repertoires of ‘personal acceptance’ but they did not use or developed the cultural or linguistic background that their bilingual students’ carry with them in order to teach the dominant language. The second phase of the research followed the approach of a ‘case study’. There was a selection of six participants who were observed during four working days at each school, through the period of three to four months each. All six participants were selected from the first phase of the research, after a careful analysis of the results presented in the semi-structured interview. Specifically the teachers that were selected to be observed, were selected from three different types of schools studied in this research: two from schools with high number, two from schools with a relatively lower number and two from schools with a low number of bilingual pupils. Each teacher participant was selected after a careful identification of the highest indications being presented through their semi-structured interview in each school unit type of the: a) implementation of a socially just teaching to bilingual students (Chubbuck, 2010), b) use, maintenance and development of bilingual students’ mother tongue when teaching a second language (Cummins, 2005) and c) indications that promote critical multiculturalism. During four working days at each school, primary observation data were taken through non-participatory observation of each teacher and secondary data through interviews (with fellow teachers, support staff and small number of students) and personal diary of the researcher after the end of each working day. The method used was the qualitative method and the main method of data analysis was critical discourse analysis. Specifically, there was an open coding analysis, followed by a detailed coding analysis where critical incidents and teaching practices of each teacher towards the teaching of their bilingual students were identified and recorded. For the analysis of the observations, there was a detailed description of each case (vertical description, vignette and critical incidents), followed by a thematic analysis across cases. Specifically, the results highlighted a strong sensitivity and positive disposition of teachers (1 and 2) working in schools with a high bilingual pupils rate for advocacy and implementation of a socially just teaching towards their bilingual pupils. This was the basis for the use, maintenance and development of bilingual students’ mother tongue through particular xiii practices. A strong implementation of a socially just teaching was evident in practice through the overall behavior of teachers (3 and 4), which work in schools with a relatively lower number of bilingual pupils. Nevertheless, they showed major differences in the use of the development of bilingual students’ heritage language, but also of cultural elements that carry with them. While they had a positive attitude and disposition to integrate the native language of their bilingual students’, the resistance of the large number of Greek Cypriot students, the different linguistic levels of their bilingual students accompanied with the lack of time and the ‘anxiety’ for completing the school curriculum, led them to the non-utilization of the first language that their bilingual students’ carry with them. Teachers (5 and 6) who work in schools with a low number of bilingual students presented more differences with all other teachers who were observed. While they showed satisfactory evidences of socially just teaching towards their bilingual students, however, the low number of bilingual students in their classroom accompanied with the large group of Greek Cypriot students, the minimum actions of their school unit, the lack of time and the poor training in the field of bilingualism, led them to perform a small struggle towards the use and development of their students’ heritage language maintenance while the above reasons reduced their motivation for any activity exploiting the linguistic and cultural capital of their bilingual students. The contribution of the study is both theoretical and empirical. The theoretical contribution lies in the expansion of the theory of Linguistic Interdependence Hypothesis in two directions: a) its correlation with educational systems that do not implement bilingual program and are characterized as monolinguals and b) its connection with the theory of social justice and the approach of critical multiculturalism, as there is no evidence of a study so far, seeking this connection. Also, the theoretical contribution lies in the methodological expansion of the theory of social representations by applying two conceptual tools, attitudes and repertoires and their connection with teaching practices. As far as the empirical contribution is concerned, the presence of new data results in the production of new knowledge is extremely significant since, it is the first research effort towards the teaching of bilingual students in monolingual education systems. It is expected that the results of the current study will make policy makers reorganize the education of bilingual students based on the principles of socially just teaching, the maintenance and development of bilingual students’ mother tongue when teaching Greek as a second language and the principles of critical multiculturalism.el_GR
dc.format.typepdfel_GR


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής