Αξιολογηση αναγκών μάθησης, των νοσηλευτών δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας σε δημόσια νοσοκομεία της Κύπρου
Abstract
Εισαγωγή: Οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις ελέγχου του κόστους του συστήματος δημόσιας υγείας στην Κύπρο, δημιούργησαν την ανάγκη για μια οικονομικά αποδοτική, σχετική και κατάλληλη συνεχιζόμενη εκπαίδευση του νοσηλευτικού προσωπικού, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τρέχουσα γνώση και τεκμηριωμένη πρακτική, για την επίτευξη υψηλής ποιότητας φροντίδας υγείας στα δημόσια νοσοκομεία. Η ανάλυση των αναγκών κατάρτισης είναι αναγκαία στο πλαίσιο των περιορισμένων δημοσιονομικών πόρων, με σκοπό την τεκμηριωμένη ενημέρωση και ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων, που ανταποκρίνονται στις μελλοντικές προσπάθειες και απαιτήσεις της συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Σκοπός: Η αξιολόγηση των αναγκών μάθησης των νοσηλευτών δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας στα δημόσια νοσοκομεία της Κύπρου, με επιμέρους άξονες τον ρόλο, την επίδοση, τις ανάγκες και την ιεράρχηση των αναγκών για αποτελεσματικότερο και αποδοτικότερο σχεδιασμό και προγραμματισμό της συνεχιζόμενης νοσηλευτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Μεθοδολογία: Η μελέτη διεξήχθη στα δημόσια νοσοκομεία δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας, πέντε επαρχιών της Κύπρου, Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας, Πάφου και Αμμοχώστου, μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2014 και Ιανουαρίου 2015. Πραγματοποιήθηκε μία συγχρονική μελέτη με τη χρήση του κατάλληλου ερωτηματολογίου (Training Needs Analysis Questionnaire), προσαρμοσμένου στην ελληνική γλώσσα. Επιλέχθηκαν 550 νοσηλευτές με την μέθοδο της αναλογικής τυχαίας στρωματοποιημένης δειγματοληψίας. Το ποσοστό ανταπόκρισης ήταν 70% (=385/550). Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με το IBM SPSS 21.0.
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των νοσηλευτών ήταν 36,4 έτη (τυπική απόκλιση=9,4), ενώ το 70,9% ήταν γυναίκες. Από τις 30 μελετώμενες δεξιότητες, επτά θεωρήθηκαν πολύ σημαντικές (μέση τιμή=4 έως 5), εκ των οποίων τρείς αφορούσαν επικοινωνία/ομαδική εργασία, τρείς αφορούσαν κλινικές/τεχνικές και μια αφορούσε διαχειριστική δεξιότητα. Επιπλέον, 22 δεξιότητες θεωρήθηκαν σημαντικές (μέση τιμή=3 έως 3,9), και μόνο μία λιγότερο σημαντική (μέση τιμή=2 έως 2,9). Οι νοσηλευτές αξιολόγησαν την επίδοσή τους σε πέντε δεξιότητες ως πολύ υψηλή, εκ των οποίων οι τρείς αφορούσαν επικοινωνία/ομαδική εργασία και οι δύο αφορούσαν κλινικές δεξιότητες. Επιπλέον, αξιολόγησαν την επίδοσή τους ως υψηλή σε 23 δεξιότητες και ως μέτρια σε δυο δεξιότητες της κλίμακας έρευνας/ελέγχου, που αφορούσαν τις δραστηριότητες «γράφοντας εκθέσεις για τις ερευνητικές σας μελέτες» και «σχεδιάζοντας μια ερευνητική μελέτη». Καμία δεξιότητα δεν θεωρήθηκε πολύ χαμηλής επίδοσης. Οι κορυφαίες αισθητές ανάγκες αφορούσαν 5 από τις 6 δεξιότητες της κλίμακας κλινικών εργασιών (η συνολική θετική μέση διαφορά μεταξύ κρισιμότητας και επίδοσης ήταν 0,17) και 8 από τις 9 δεξιότητες της κλίμακας έρευνας/ελέγχου (διαφορά ίση με 0,14). Οι τρείς προτεραιότητες κατάρτισης ειδικών κλινικών τομέων αφορούσαν την καρδιολογική νοσηλευτική, την εντατική νοσηλευτική και τη διαχείριση επειγόντων. Οι νοσηλευτές με πτυχίο είχαν μεγαλύτερες εκπαιδευτικές ανάγκες από τους νοσηλευτές με μεταπτυχιακό/διδακτορικό δίπλωμα, μόνο στις δεξιότητες έρευνας ελέγχου. Η μείωση των ετών προϋπηρεσίας σχετίζονταν με αύξηση των εκπαιδευτικών αναγκών μόνο σε δεξιότητες της κλίμακας «διαχείριση/εποπτεία».
Συμπεράσματα: Οι νοσηλευτές αναγνώρισαν ως κορυφαίες ανάγκες εκπαίδευσης, εκτός από τις κλινικές, και αυτές τις σημαντικές ερευνητικές/ελεγκτικές δεξιότητες, που θα τους εξοπλίσουν με επαρκή ικανότητα να λειτουργούν αυτόνομα και να τροποποιούν ανάλογα με τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα, τη δική τους κλινική πρακτική, για την παροχή τεκμηριωμένης φροντίδας υγείας υψηλής ποιότητας. Η αξιολόγηση αναγκών μάθησης αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο σχεδιασμού και προγραμματισμού, κατάλληλων προγραμμάτων συνεχούς επαγγελματικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης, επικυρωμένων από τον μαθητευόμενο και ανταποκρινόμενων στις ανάγκες τόσο του ιδίου, όσο και των στρατηγικών στόχων και οράματος κάθε οργανισμού, για παροχή ποιοτικής φροντίδας υγείας προς όλους τους πολίτες, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον μειωμένων και ανεπαρκών πόρων.