Ποιότητα ζωής γυναικών με οστεοπόρωση
Abstract
Εισαγωγή: Η οστεοπόρωση είναι η ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση του οστού και το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η απουσία συμπτωματολογίας έως ότου επέλθει ένα οστεοπορωτικό κάταγμα.
Σκοπός: Η διερεύνηση της ποιότητας ζωής γυναικών με οστεοπόρωση, καθώς και των προσδιοριστών που επηρεάζουν την ποιότητα αυτή.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μια συγχρονική μελέτη με δειγματοληψία ευκολίας. Το ποσοστό απόκρισης ήταν 98% (=151/154). Ο μελετώμενος πληθυσμός περιλάμβανε 49 οστεοπορωτικές γυναίκες, 57 οστεοπενικές και 45 φυσιολογικές σύμφωνα με την ποιότητα του οστού βάσει της μέτρησης DXA ισχίου. Χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο SF-36 για τη μέτρηση της ποιότητας ζωής και το ερωτηματολόγιο FRAX για τη δεκαετή πρόγνωση του κινδύνου εμφάνισης κατάγματος. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές ήταν τα δημογραφικά και τα κλινικά χαρακτηριστικά των γυναικών, ενώ οι εξαρτημένες μεταβλητές ήταν (α) ο κίνδυνος για μείζον οστεοπορωτικό κάταγμα, (β) ο κίνδυνος για κάταγμα του ισχίου, (γ) η βαθμολογία σωματικής υγείας στο SF-36 και (δ) η βαθμολογία ψυχικής υγείας στο SF-36. Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο IBM SPSS 21.0
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των γυναικών ήταν 67,7 έτη. Για τις φυσιολογικές γυναίκες, η μέση δεκαετής πιθανότητα για μείζον οστεοπορωτικό κάταγμα ήταν 7,3%, για τις οστεοπενικές ήταν 10,6% και για τις οστεοπορωτικές ήταν 14,8%. Το 28,6% των οστεοπορωτικών γυναικών, το 5,3% των οστεοπενικών και το 6,7% των φυσιολογικών ανήκαν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος. Για τις φυσιολογικές γυναίκες, η μέση δεκαετής πιθανότητα για κάταγμα του ισχίου ήταν 2,2%, για τις οστεοπενικές ήταν 4,1% και για τις οστεοπορωτικές ήταν 7,1%. Το 65,3% των οστεοπορωτικών γυναικών, το 40,4% των οστεοπενικών και το 20% των φυσιολογικών ανήκαν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση κατάγματος του ισχίου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πολυμεταβλητής ανάλυσης, η αύξηση της ηλικίας των γυναικών σχετίζονταν με αύξηση της πιθανότητας να ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος (p<0,001) και την εμφάνιση κατάγματος του ισχίου (p<0,001). Επιπλέον, οι οστεοπορωτικές γυναίκες είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος (p=0,018) και κατάγματος του ισχίου (p=0,023) σε σχέση με τις φυσιολογικές. Η μείωση της ηλικίας των γυναικών σχετίζονταν με αύξηση της βαθμολογίας σωματικής υγείας (p<0,001). Επιπλέον, οι φυσιολογικές και οι οστεοπενικές γυναίκες, καθώς και οι γυναίκες χωρίς συνοσηρότητα είχαν μεγαλύτερη βαθμολογία σωματικής υγείας (p<0,001 και p=0,005 αντιστοίχως). Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και για τη βαθμολογία ψυχικής υγείας.
Συμπεράσματα: Η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία της οστεοπόρωσης μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στη μείωση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους τόσο για τις ασθενείς όσο και για τα συστήματα υγείας.