Αποσβέσεις υπεραξίας και έλεγχος απομείωσης επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική κεφαλαιαγορά, πριν και μετά την εφαρμογή των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης
Abstract
Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι, η διερεύνηση των επιπτώσεων της εφαρμογής των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρειών και στα αποτελέσματά τους. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα αναφέρεται στην δημιουργούμενη υπεραξία των επιχειρήσεων, και εστιάζει στην απόσβεση της υπεραξίας και στον έλεγχο απομείωσης αυτής. Το υπό εξέταση δείγμα αποτελείται από 70 εισηγμένες εταιρείες στην ελληνική κεφαλαιαγορά οι οποίες και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των κλάδων δραστηριότητας, εξαιρώντας τις τραπεζικές, ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες.
Οι μεταβλητές που εξετάζονται είναι η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών, οι αποσβέσεις της υπεραξίας, οι απομειώσεις της υπεραξίας, τα ίδια κεφάλαια και τα καθαρά κέρδη. Επίσης για να καταστούν συγκρίσιμα τα στοιχεία γίνεται χρήση του συνολικού ενεργητικού.
Η ανάλυση χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την περίοδο των ελληνικών προτύπων 2000 – 2004, την προ κρίσης περίοδο εφαρμογής των διεθνών προτύπων 2006 – 2008, και την μετά κρίσης περίοδο εφαρμογής των διεθνών προτύπων 2009 – 2012.
Μετά από μία σύντομη εισαγωγή, της εν λόγω μελέτης, η οποία αποτελείται από 8 κεφάλαια, παρουσιάζονται στο πρώτο κεφάλαιο ο σκοπός των διεθνών προτύπων, η ιστορική τους αναδρομή και η εισαγωγή τους στην ελληνική πραγματικότητα.
Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στους μετασχηματισμούς εταιρειών και συγκεκριμένα στις εξαγορές και συγχωνεύσεις μέσα από τις οποίες δημιουργείται υπεραξία.
Τα επόμενα δύο κεφάλαια αφορούν τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 36 (Έλεγχος απομείωσης της αξίας των άυλων περιουσιακών στοιχείων) και 38 (Άυλα περιουσιακά στοιχεία), εστιάζοντας κυρίως στις διαφορές τους με τις αντίστοιχες διατάξεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων.
Ακολουθεί η βιβλιογραφική ανασκόπηση η οποία και αναφέρεται σε αντίστοιχες, σχετικές με την παρούσα έρευνα, εργασίες.
Η έκτη ενότητα θεμελιώνει την εμπειρική έρευνα παρουσιάζοντας την μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, τις υποθέσεις, την μέθοδο και το μοντέλο επιστημονικής έρευνας που
7
χρησιμοποιήθηκαν. Από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν τελικά, εξαιρέθηκαν από την εμπειρική ανάλυση αυτά που αφορούν την περίοδο 2000-2004, επειδή στο δείγμα που επιλέχτηκε η μεταβλητή αποσβέσεις παρουσίασε μηδενικά αποτελέσματα για όλες τις εταιρίες και όλα τα έτη. Επίσης, πριν από την υποχρεωτική εφαρμογή των ΔΠΧΠ, λόγω της φορολογικής νομοθεσίας οι εταιρείες δεν είχαν την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και στοιχείων, η δημοσίευση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων ήταν προαιρετική για τις εταιρείες και υπήρξαν προβλήματα για την εύρεσή τους. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που το δείγμα περιλαμβάνει στοιχεία εταιρειών για την συγκεκριμένη περίοδο, αυτό εμφανίζει μηδενικές αποσβέσεις υπεραξίας, κάνοντας αδύνατη την εξαγωγή συσχετίσεων και την εκτέλεση της πολλαπλής ανάλυσης παλινδρόμησης.
Ακολουθεί το εμπειρικό σκέλος της εργασίας όπου λαμβάνει η χώρα η στατιστική ανάλυση με την βοήθεια του excel και η οποία περιλαμβάνει την περιγραφική στατιστική, την ανάλυση συσχετίσεων και την ανάλυση παλινδρόμησης με την χρήση διαστρωματικών δεδομένων.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα που προκύπτουν και τις αντίστοιχες προτάσεις.