Η οργανωσιακή κουλτούρα ως πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στη διοίκηση επιχειρήσεων: Η περίπτωση της ATEBANK
Abstract
Οι Οργανισμοί - Επιχειρήσεις, σήμερα, λειτουργούν σε ένα ανταγωνιστικό
περιβάλλον που αλλάζει συνεχώς και με γρήγορους ρυθμούς και η αποτελεσματικότητά
τους, αλλά και η βιωσιμότητα, εξαρτάται από την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται
στις απαιτήσεις του ευρύτερου περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται.
Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη για υλοποίηση της επιχειρησιακής
στρατηγικής από όλους, ως μια υπευθυνότητα στην οποία όλοι συμμετέχουν και όχι
μόνο τα στελέχη που κατέχουν ηγετικές θέσεις (BJau, J 985).
Σε μια κοινωνία, η κουλτούρα σχετίζεται με την ιστορική παράδοση, με
κοινωνικούς ιστούς και εκφράζεται με αξίες, σύμβολα και συμπεριφορές. Αντίστοιχα,
σε μικρότερη κλίμακα, για το περιβάλλον μιας εταιρείας, οι όροι αυτοί
αντιπροσωπεύουν τα «πιστεύω» της διοίκησης ως προς την κατεύθυνση και τις αρχές
λειτουργίας αλλά. και το «κλίμα», την αίσθηση που αποκτά κανείς όταν εργάζεται,
συνεργάζεται ή απλώς έρχεται σε επαφή με την επιχείρηση. Οι διοικήσεις των
εταιρειών επιδιώκουν τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της ομοιομορφίας και της
προσαρμοστικότητας, διατηρώντας όμως τα βασικά γνωρίσματα που διακρίνουν τις
αξίες, τον τρόπο συμπεριφοράς και τον τρόπο εργασίας των μελών τους.
Γενικότερα, η οργανωτική κουλτούρα είναι ένα σύνολο αξιών, «πιστεύω»,
προτύπων, υποθέσεων και τρόπου σκέψης που αποδέχονται όλα τα μέλη ενός
οργανισμού. Αυτά τα πολιτισμικά στοιχεία μεταφέρονται στα νέα μέλη και τα
διδάσκουν πως θα αντιλαμβάνονται, θα σκέπτονται και θα αισθάνονται μέσα στον
οργανισμό. Η κουλτούρα, με άλλα λόγια, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα
πράγματα μέσα στον οργανισμό και επηρεάζει τη συμπεριφορά και την απόδοση των
εργαζομένων.