Διαχρονική μελέτη των μεταβολών της διαθεσιμότητας υδατικών πόρων με βάση στοιχεία γεωτρήσεων -η επίδραση της κλιματικής αλλαγής και της μεταβολής των καλύψεων/χρήσεων γης-
Abstract
Η παρακολούθηση της ποσοτικής κατάστασης υπόγειων υδροφορέων διαχρονικά και η πιθανή
επίδραση της κλιματικής αλλαγής και της μεταβολής των καλύψεων/χρήσεων γης, είναι ένα θέμα εξαιρετικού
ενδιαφέροντος που άπτεται του γενικότερου προβλήματος της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Ο δείκτης
της ποσοτικής κατάστασης των υδροφορέων είναι η στάθμη του υπόγειου νερού και παρακολουθείται μέσα
από δίκτυο γεωτρήσεων. Tο θεωρητικό πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας περιλαμβάνει την αναζήτηση
στοιχείων γεωτρήσεων (βάθους στάθμης και ποιότητας) που θα συσχετιστούν με την εξέλιξη της στάθμης των
υπόγειων νερών σε συνδυασμό με ψηφιακά μοντέλα εδάφους και χάρτες καλύψεων γης των περιοχών
έρευνας για να εκτιμηθούν πιθανές αλλαγές στις καλύψεις/ χρήσεις γης, στο περιβάλλον γεωγραφικού
συστήματος πληροφοριών.
Οι στόχοι συνοψίζονται: α) στην αξιολόγηση της διαχρονικής μεταβολής της διαθεσιμότητας των
υπόγειων υδατικών πόρων, β) στον προσδιορισμό των αιτιών που προκάλεσαν πιθανές μεταβολές, γ) στη
σύνταξη χωροχρονικών πιεζομετρικών χαρτών, δ) στον εντοπισμό και στην ερμηνεία των μεταβολών που
αποτυπώνονται στην ποιότητα των υπόγειων υδάτων, ε) στην υποστήριξη του σχεδιασμού και των
δραστηριοτήτων των κρατικών φορέων σε σχέση με τη διαχείριση υδάτων.
Η περιοχή μελέτης περιλαμβάνει τη Β παραλιακή ζώνη του Ν Κορινθίας και αξιολογούνται όλα τα
διαθέσιμα δεδομένα από τις βάσεις δεδομένων του ΥΠΑΑΤ (πρώην Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και
τροφίμων) του ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών Ελλάδος) και του ΥΠΕΚΑ
(πρώην υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής).
Η χωρική κατανομή των σημείων δειγματοληψίας και η χρονική συχνότητα λήψης των δεδομένων
στάθμης και ποιότητας είναι συνάρτηση των διαφορετικών προτεραιοτήτων που έθετε ο κάθε οργανισμός
(ΥΠΑΑΤ, ΥΠΕΚΑ, ΙΓΜΕ). Τα δεδομένα παρουσιάζουν ασυνέχειες στην χρονική τους δειγματοληψία, ενώ
κάθε φορέας έκανε δειγματοληψίες για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να
εξαχθούν συμπεράσματα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει να συνδυαστούν δεδομένα από
διαφορετικούς φορείς. Επομένως η ολοκλήρωση έγινε με σύγκριση χαρτών που αντιστοιχούν σε παράγωγα
δεδομένα είτε πλεγματικά είτε ισοσταθμικές καμπύλες. Οι γεωτρήσεις στην περιοχή μελέτης κατανέμονται
σε μια ζώνη με εξαιρετικά μικρή κλίση, σχεδόν επίπεδη που είναι σε μεγάλη εγγύτητα με την θάλασσα, ενώ οι
χρήσεις γης είναι κυρίως αγροτική αν και εμφανίζεται ένα εξαιρετικά οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο με
αστικές περι-αστικές και αγροτικές περιοχές με πολύ καλές συγκοινωνιακές προσβάσεις. Η γεωμορφολογική
θέση έναντι του πρανούς του ορεινού όγκου υποδηλώνει περιοδική τροφοδοσία του υδροφόρου ορίζοντα από
βρόχινα ύδατα που κατεισδύουν την περίοδο των βροχοπτώσεων (περίοδος υψηλής στάθμης). Λόγο της
εγγύτητας με την θάλασσα και του μικρού απόλυτου υψομέτρου της πεδινής έκτασης οι αποθηκευτικές
14
δυνατότητες του υπόγειου υδροφορέα είναι περιορισμένες. Τα δεδομένα του ΥΠΑΑΤ που καλύπτουν
χρονικά ασυνεχώς α) την περίοδο 1999-2005 για την χαμηλή στάθμη και β) την περίοδο 1999-2009 για την
υψηλή στάθμη, υποδεικνύουν ότι:
Υπάρχει ραγδαία και ασυμπτωτική πτώση της στάθμης την χαμηλή περίοδο που υποδηλώνει μείωση
των βροχοπτώσεων και αύξηση των αναγκών σε νερό ενώ η ασυμπτωτική τάση υποδηλώνει ότι η άντληση
πλησιάζει στην διεπιφάνεια με το θαλασσινό νερό.
Η υψηλή στάθμη έχει διακυμάνσεις που οφείλονται προφανώς στην διαφοροποίηση των
βροχοπτώσεων από έτος σε έτος και δεν είναι ικανή να αυξήσει τον όγκο των υπόγειων υδάτων, αφού κατά
την περίοδο χαμηλής στάθμης εξακολουθούμε και έχουμε ασυμπτωτική πτώση της στάθμης για το σύνολο
της περιοχής μελέτης.
Για την συγκεκριμένη περιοχή δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα από τα δεδομένα υψηλής στάθμης.
Αντίθετα τα δεδομένα χαμηλής στάθμης αποτυπώνουν το πρόβλημα την θερινή περίοδο που οι ανάγκες
άρδευσης (περιορισμένες βροχοπτώσεις, μηδενισμός της επιφανειακής απορροής) και ύδρευσης (τουρισμός,
ζώνη θερινής κατοικίας) είναι αυξημένες. Η χωρική κατανομή των δεδομένων στάθμης την χαμηλή περίοδο
αποτυπώθηκε με πλεγματικούς και διανυσματικούς ισοσταθμικούς χάρτες για το έτος 2005, που είναι η
τελευταία χρονικά ένδειξη της ασυμπτωτικής πτώσης της στάθμης και υποδεικνύει ότι οι περιοχές στις οποίες
μεγιστοποιείται η πτώση της στάθμης αλλά και παρουσιάζει απόλυτο υψόμετρο που είναι κάτω από την
επιφάνεια της θάλασσας είναι ο Άσσος, το Βραχάτι και το Κοκκώνι.
Σε σχέση με την υφαλμύριση τα δεδομένα του Ιουνίου 2005 υποδεικνύουν ότι η πληγείσα περιοχή
περιλαμβάνει τη ζώνη από την αστική περιοχή της Κορίνθου μέχρι το Λέχαιο κατά μήκος της
ακτής ενώ το βάθος της ζώνης φθάνει μέχρι την Αρχαία Κόρινθο. Μια πιο συστηματική μελέτη της
χωροχρονικής μεταβολής της ποιότητας νερού σε μηνιαία βάση θα επιτρέψει την καλύτερη μελέτη
του φαινομένου της υφαλμύρισης για την πιθανή επιβολή περιορισμών στη χρήση του υδροφόρου
ορίζοντα. Σε σχέση με τις στάθμες παρατηρείται ότι μεγαλύτερη πτώση είναι α) κατά μήκος της
ακτογραμμής στη ζώνη υφαλμύρισης από Λέχαιο μέχρι Κόρινθο, και β) σε μία ζώνη εκτεταμένη
μετά το Λέχαιο προς το Βραχάτι και με μεγάλη διείσδυση στο εσωτερικό της ξηράς στην οποία
ακόμη δεν έχουν φανερωθεί φαινόμενα υφαλμύρισης με βάση τα στοιχεία του 2005.