Στάσεις των κυπρίων εκπαιδευτικών απέναντι στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στο σχολείο
Abstract
Η παρούσα μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο των απαιτήσεων του Μεταπτυχιακού
Προγράμματος «Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία», που προσφέρεται από το Ανοικτό
Πανεπιστήμιο Κύπρου. Στην παρούσα εργασία διερευνώνται οι στάσεις των Κυπρίων
εκπαιδευτικών απέναντι στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου κατά τη διάρκεια του
μαθήματος και κατά πόσο γνωρίζουν τα οφέλη που αποκομίζουν οι μαθητές από την
χρήση της σε παράλληλη χρήση με την επίσημη γλώσσα διδασκαλίας, την Κοινή Νέα
Ελληνική.
Κίνητρο για τη συγγραφή της εργασίας αυτής, εκτός από την αγάπη που τρέφω στην
κυπριακή μας διάλεκτο, αποτέλεσαν και τα μαθήματα τα σχετικά με τη γλωσσική
εκπαίδευση τα οποία παρακολούθησα στην πρώτη θεματική ενότητα «Ελληνική
Γλώσσα και Γλωσσολογία», καθώς και η σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα που
αντιμετωπίζω καθημερινά στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, όπου εργάζομαι τα
τελευταία έντεκα χρόνια, ως καθηγήτρια ελληνικής φιλολογίας. Στην Κύπρο, ενώ
επίσημη γλώσσα θεωρείται η Κοινή Nεοελληνική (ΚΝΕ), στις ανεπίσημες περιστάσεις
επικοινωνίας χρησιμοποιείται η κυπριακή διάλεκτος (ΚΔ), γεγονός στο οποίο αρκετοί
αποδίδουν και την αποτυχία των μαθητών μας στην γραπτή έκθεση, και πιο
συγκεκριμένα, στο μάθημα των Νέων Ελληνικών κατά τις Παγκύπριες εξετάσεις που
διενεργούνται για εισδοχή στα ανώτερα ιδρύματα του κράτους.
Θεώρησα, λοιπόν, ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διερευνήσω τις στάσεις των εκπαιδευτικών
τόσο απέναντι στην ΚΝΕ όσο και απέναντι στην ΚΔ, αφού οι στάσεις που υιοθετούν οι
δάσκαλοι/καθηγητές όσον αφορά στο θέμα γλώσσας είναι ιδιαίτερα σημαντικές καθώς,
κατά πρώτον, η ίδια η γλώσσα αποτελεί απαραίτητο μέσο σε κάθε παιδαγωγική
προσπάθεια και, κατά δεύτερον, ο δάσκαλος/καθηγητής είναι απαραίτητος
συντελεστής στην εκπαίδευση. Συνεπώς, η διερεύνηση των όποιων γλωσσικών
στάσεών τους έχει να προσφέρει τα μέγιστα στην παιδαγωγική προσέγγιση στο
σχολείο.
Η ανά χείρας μεταπτυχιακή διατριβή αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο
εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο διατυπώνεται το πρόβλημα, η σπουδαιότητα και η
αναγκαιότητα διερεύνησής του, καθώς και ο σκοπός της παρούσας έρευνας. Στο
δεύτερο κεφάλαιο ακολουθεί η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. Στο τρίτο κεφάλαιο
περιγράφεται η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας, με
αναφορά στο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των δεδομένων
και στα άτομα που αποτέλεσαν το δείγμα της έρευνας. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο
παρουσιάζονται τα αποτελέσματα, όπως αυτά προκύπτουν από την ποιοτική έρευνα
που πραγματοποιήθηκε, καθώς επίσης τα συμπεράσματα και οι προτάσεις στα οποία
καταλήγει η γράφουσα. Καθώς, ωστόσο εκπονείται στο πλαίσιο ενός μεταπτυχιακού
προγράμματος, τα συμπεράσματα της έρευνας δεν μπορεί παρά να είναι προκαταρτικής
φύσης. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και πολυδιάστατο και σίγουρα χρήζει περαιτέρω
μελέτης και έρευνας.
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας ήταν
ποιοτική, μέσα από ημιδομημένες συνεντεύξεις οχτώ εκπαιδευτικών Μέσης Γενικής
εκπαίδευσης, διορισμένων σε σχολεία της επαρχίας Λεμεσού.