Αποτίμηση αξίας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα: Μια εμπειρική προσέγγιση
Abstract
Η παρούσα εμπειρική μελέτη ασχολείται με την αποτίμηση της αξίας της μετοχής ενός δείγματος 11 Ευρωπαϊκών τραπεζών για την περίοδο 1995-2013 με το υπόδειγμα τυ υπολειμματικού εισοδήματος. Ο σκοπός της μελέτης είναι να συμβάλει στον περιορισμένο αριθμό εμπειρικών αποτιμήσεων των τραπεζών, με τον προσδιορισμό των κατάλληλων παραμέτρων για εφαρμογή του υποδείγματος. Επιπλέον διερευνώνται παράγοντες όπως μεταξύ άλλων, το ύψος του κόστους κεφαλαίου, η διάρκεια της περιόδου σαφούς εκτίμησης και η χρήση πληροφόρησης απο αναλυτές και πως επηρεάζουν την ακρίβεια της αποτίμησης. Απο πρακτικής άποψης, το βελτιωμένο υπόδειγμα που προκύπτει μπορεί να εφαρμοστεί και απο επαγγελματίες για μέτρηση της απόσοδοσης τόσο μιας τράπεζας αλλά και όσο και ενός εσωτερικού τμήματος. Η μελέτη προσπαθεί να παρουσιάσει σφαιρικά το θέμα της αποτίμησης των τραπεζών. Αναλύει τον ισολογισμό τους και την κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης και παρουσιάζει τις βασικές τους λειτουργίες. Καταπιάνεται με συγκεκριμένα θέματα λογιστικής, νομοθεσίας και χρηματοδότησης και επεξηγεί πως αυτά επηρεάζουν μια αποτίμηση. Στη συνέχεια παρουσιάζει υποδείγματα αποτίμησης τραπεζών και τα συγκρίνει κριτικά αιτιολογώντας την επιλογή του υποδείγματος. Ακολούθως, προσεγγίζει μεθοδολογικά την ανάλυση με τον καθορισμό της μηδενικής υπόθεσης και της οργάνωσης δεδομένων. Για τον έλεγχο της στατιστικής συσχέτισης εκτελείται γραμμική παλινδρόμηση και έλεγχος t-test και συμπαιρένεται για το δείγμα που εξετάστηκε, ότι η σχέση μεταξύ της εγγενούς και της αγοραίας αξίας είναι στατιστικά σημαντική. Επιπλέον, η εγγενής αξία εξηγεί το 91% των μεταβολ΄ψν της αγοραίας αξίας.