Διαχρονική μελέτη αξιολόγησης του περιβάλλοντος σε ενεργειακή βιομηχανική εγκατάσταση με τεχνικές παθητικών συστημάτων τηλεπισκόπησης
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2015-02-12Συγγραφέας
Ιωάννου, Μαρία
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων σε συνδυασμό με τη αστικοποίηση είναι πιθανόν να αυξήσει τη συχνότητα και την έκταση-επιπτώσεις των ενεργειακών ατυχημάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον της Κύπρου και της Ελλάδος. Το πρόβλημα εντείνεται σε συνδυασμό με την ανακάλυψη και προγραμματισμένη εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Επομένως τα δύο κράτη με κοινά θαλάσσια σύνορα θα πρέπει να υιοθετήσουν τεχνικές και μεθοδολογίες που θα επιτρέπουν τη παρακολούθηση και εποπτεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος με σκοπό τη πρόληψη, τη καταγραφή και αξιολόγηση των επιπτώσεων των περιβαλλοντολογικών ατυχημάτων. Από την άλλη πλευρά παθητικά συστήματα τηλεπισκόπησης που λειτουργούν χρησιμοποιώντας την ανακλώμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στην επιφάνεια της γης προσφέρουν σχεδόν συνεχή και αδιάλειπτη παρακολούθηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος καταγράφοντας μια μεγάλη σειρά από βιοφυσικούς δείκτες. Άρα πρέπει να προσδιοριστούν ποιά δορυφορικά καταγραφικά συστήματα και δυνητικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στο μέλλον για τη καταγραφή, τη παρακολούθηση και την εκτίμηση των επιπτώσεων θαλάσσιων περιβαλλοντολογικών ατυχημάτων σε πλατφόρμες εξόρυξης. Για αυτό το σκοπό γίνεται μελέτη του πλέον σύγχρονου και με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις ατύχημα σε ενεργειακή πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου που συνέβη στις 20 Απρίλιου του 2010 στο Κόλπο του Μεξικού το οποίο απείλησε με αφανισμό σχεδόν το σύνολο του οικοσυστήματος σε ηπειρωτική σχεδόν έκταση.
Τέτοιας κλίμακας ατυχήματα μπορεί να θεωρούνται σε συχνότητα σχεδόν σπάνια αλλά οι επιπτώσεις τους είναι ιδιαίτερα καταστροφικές και με μεγάλες και μακροχρόνιες επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι τα παθητικά συστήματα τηλεπισκόπησης με μέτρια χωρική διακριτική ικανότητα, και μεγάλη χρονική και φασματική διακριτική ικανότητα είναι σε θέση να εντοπίσουν τόσο περιβαλλοντικά ατυχήματα που συσχετίζονται
9
με την καταστροφή πλατφόρμων εξόρυξης ενεργειακών πρώτων υλών όσο και να καταγράψουν την πορεία των πετρελαιοκηλίδων, και τις παράκτιες ζώνες που πλήττονται.
Επιπλέον τα βιοφυσικά δεδομένα (χλωροφύλλης και θερμοκρασίας) που χρησιμοποιηθήκαν σε αυτή την μελέτη απέδειξαν ότι είναι δυνατόν να εντοπισθούν από θερμικά δεδομένα εκβολές ποτάμιων και υπόγειων υδάτων και να καταγράφουν τα ποσοστά της χλωροφύλλης στην παράκτια ζώνη προκειμένου να αξιολογηθεί η οικολογική δραστηριότητα και η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι :
Τα θαλάσσια ύδατα εγγυτέρα στην ακτογραμμή παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία τον χειμώνα από ότι το καλοκαίρι. Επιπλέον η θερμοκρασία την καλοκαιρινή περίοδο είναι υψηλότερη και τείνει να ομογενοποιηθεί σε όλο τον Κόλπο από Μάιο έως Σεπτέμβριο. Αυτό οφείλεται στην τροφοδοσία με ψυχρό νερό από τα ποτάμια της υδρολογικής λεκάνης του Μισισιπή (μιας από τις μεγαλύτερες στον κόσμο). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει φυσική ανανέωση των νερών στην περιοχή και την μεταφορά ιζημάτων, μικροοργανισμών και θρεπτικών υλών που ανανεώνουν το οικοσύστημα.
Παρά όμως όλη αυτή την εξωγενή συνεισφορά από τις εκβολές του Μισισιπή ένα χρόνο μετά, τα επίπεδα της χλωροφύλλης παραμένουν μηδενικά κατά μήκος της ακτογραμμής και κυρίως στην παράκτια ζώνη Βόρεια της πλατφόρμας εξόρυξης Δηλαδή η παράκτια ζώνη και ειδικά η αβαθή περιοχή σε απόσταση 3-4 χλμ από την ακτογραμμή έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από την πετρελαιοκηλίδα και θα χρειαστεί πολύ χρόνος για να ανακάμψει.
Οι αιτίες οφείλονται τόσο στην πρωτογενή μόλυνση από την πετρελαιοκηλίδα όσο και σε δευτερογενή αίτια που συσχετίζονται με τον τρόπο αντιμετώπισης της. Πιο συγκεκριμένα:
Η καταστροφή του πυθμένα (γκριλ, πλαγκτόν), η οποία αποτελεί και τροφή των μεγάλων θαλάσσιων θηλαστικών και καρχαριοειδών που τεκμηριώθηκε με τη δραματική μείωση των δελφινιών, φαλαινών και καρχαριών που ξεβράζονταν τα νεκρά στις ακτές της Λουϊζιάνα, του Μισισιπή, της Αλαμπάμα και της Φλόριντα.
10
Η χρήση της χημικής ουσία Corexit σε τεράστιες ποσότητες, (έναν τοξικό διαλύτη απαγορευμένο σε 20 χώρες) είχε επιπτώσεις που τεκμηριώθηκαν αφού πολλοί άνθρωποι που εργάστηκαν συχνά εθελοντικά για το καθαρισμό της πετρελαιοκηλίδας έχασαν τη ζωή τους, κυρίως από καλπάζοντες μορφές καρκίνου. Η BP ισχυρίστηκε ότι η χρήση της Corexit είχε σκοπός την παρεμπόδιση της εξάπλωσης πετρελαίου στις ακτές όμως ο αληθινός στόχος ήταν η συγκάλυψη της έκτασης της μόλυνσης για τη ελαχιστοποίηση της ευθύνης της.
Δηλαδή ο Κόλπος του Μεξικού και ειδικότερα η παράκτια ζώνη (ένα χρόνο μετά το ατύχημα) απέναντι από την πλατφόρμα εξόρυξης έχει μετατραπεί σε μια οικολογική έρημο, ενώ η διαρκής τροφοδοσία με θρεπτικές ύλες και μικροοργανισμούς από τον Μισισιπή, δεν είναι σε θέση ένα χρόνο μετά να αναστρέψει την κατάσταση ανεβάζοντας έστω και ελάχιστα τα επίπεδα της χλωροφύλλης. Είναι προφανές ότι, οι οργανισμοί που καταλήγουν στην ακτογραμμή έναντι του ατυχήματος πεθαίνουν εξ αιτίας της χημικής ρύπανσης του πυθμένα.