Μελέτη, εκτίμηση και αξιολόγηση του θορύβου απο τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο και προτάσεις αντιμετώπισής του
Abstract
Η ηχορύπανση αποτελεί, σήμερα, μία από τις κυριότερες αιτίες υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Η
μαζική ανάπτυξη των αστικών περιοχών, που σημειώνεται σχεδόν ανεξέλεγκτα τις τελευταίες
δεκαετίες, επιφέρει την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση τόσο των θορυβοδών μηχανών όσο και των
μέσων μεταφοράς, που συντελούν καταλυτικά στη δημιουργία της ηχορύπανσης και τη γενικότερη
υποβάθμιση του ακουστικού περιβάλλοντος. Ο σιδηρόδρομος, ένα από τα πιο διαδεδομένα μέσα
μαζικής μεταφοράς, χαρακτηρίζεται ως το πλέον «οικολογικό». Η μη συνεχής παραγωγή θορύβου, σε
αντίθεση με τα οδικά μέσα, είναι ο κύριος λόγος, που καθιστά το σιδηρόδρομο ως το λιγότερο
«ενοχλητικό» μέσο στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων. Παρόλα αυτά, η μεγάλη αύξηση της
επιβατικής κίνησης και η αναζήτηση πιο οικονομικών εμπορευματικών μεταφορών οδηγεί στην
επέκταση των σιδηροδρόμων και την πιο πυκνή συχνότητα διέλευσης των συρμών. Αυτό συνεπάγεται
την αύξηση των εκπομπών θορύβου από τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και συνεπακόλουθα τη
μεγαλύτερη όχληση των κατοίκων των όμορων περιοχών. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται
ποικίλες μελέτες με σκοπό τη διερεύνηση των επιπτώσεων του θορύβου στην ανθρώπινη υγεία και
πολλές από αυτές αφορούν και στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Για το λόγο αυτό, τόσο ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, προσανατολίζονται στη
θέσπιση ανωτάτων ορίων εκπομπής θορύβου, μεταξύ αυτών και για το σιδηροδρομικό θόρυβο. Η
Οδηγία Πλαίσιο 2002/49/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ενσωματώθηκε με την Υ.Α
13586/724/ΦΕΚ/384/Β/28−3−2006 στη νομοθεσία της χώρας θεσπίζει τα ανώτατα όρια εκπομπών
θορύβου και τους δείκτες αξιολόγησης περιβαλλοντικού θορύβου, στοχεύοντας στην πλήρη
εναρμόνιση όλων των κρατών – μελών, ώστε να εξασφαλιστεί η μικρότερη δυνατή εκπομπή θορύβου
και επιβάρυνση του ακουστικού περιβάλλοντος από το σιδηρόδρομο. Ταυτόχρονα, επιτυγχάνεται η
βιωσιμότητα των κοινωνιών, που ζουν κατά μήκος των σιδηροδρόμων.
Ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ) εντάσσεται στο σύνολο των
συγκοινωνιακών μέσων του λεκανοπεδίου της Αττικής, με σαφή οικολογικό και ανθρωποκεντρικό
χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν από τους πλέον παλαιούς σιδηροδρόμους της Ελλάδας και της
Ευρώπης, με μεταφορικό έργο, που αγγίζει τους 400.000 επιβάτες ημερησίως. Ο ΗΣΑΠ διέρχεται από
τον αστικό ιστό της Αθήνας, το μεγαλύτερο τμήμα του είναι επίγειο (εξωτερικό) ενώ μόλις 3 km
αποτελούν την υπόγεια σύνδεση της πλατείας Μοναστηρακίου με την πλατεία Αττικής. Η εξάπλωση
της πόλης της Αθήνας, κατά τα 140 χρόνια λειτουργίας του ΗΣΑΠ, τόσο προς την πόλη του Πειραιά,
όσο και προς τα βόρεια προάστια, έχει καταστήσει τον ΗΣΑΠ σε κυρίαρχο μέσο σύνδεσης και
μεταφοράς, εξαιτίας και της απουσίας μεγάλων παράλληλων οδικών αρτηριών. Αυτό έχει οδηγήσει
- 7 -
στην πύκνωση των δρομολογίων, με αποτέλεσμα την αύξηση των διελεύσεων των συρμών. Ο
εκσυγχρονισμός του δικτύου του ΗΣΑΠ, τόσο σε υποδομή (ανακαίνιση σταθμών και σιδηροδρομικής
υποδομής), όσο και σε τροχαίο υλικό, κρίθηκαν απαραίτητα, ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί τις
τρέχουσες ανάγκες του επιβατικού κοινού με συνέπεια και ασφάλεια. Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησαν το
2009 τα έργα ανακαίνισης της σιδηροδρομικής υποδομής, με πλήρη αντικατάσταση της σιδηροτροχιάς
με νέα συγκολλημένη, την αντικατάσταση των σκύρων και την εφαρμογή νέας σταθερής επιδομής.
Σκοπός της μεταπτυχιακής διατριβής είναι η μελέτη και αξιολόγηση του αερόφερτου θορύβου, που
εκπέμπεται κατά τη διέλευση των συρμών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, στο επίγειο τμήμα του
δικτύου, καθώς και τα μέτρα αντιθορυβικής προστασίας, για τη μείωση των επιπέδων εκπομπής του. Η
μελέτη πραγματοποιείται σε τρία χρονικά στάδια, κάνοντας χρήση τόσο των ηχομετρήσεων, που
πραγματοποιήθηκαν βάσει των προδιαγραφών της κείμενης νομοθεσίας, όσο και της διεθνούς
βιβλιογραφίας. Αρχικά εξετάζεται το ακουστικό περιβάλλον κατά μήκος της παλαιάς μη
συγκολλημένης σκυρογραμμής του ΗΣΑΠ. Κατόπιν μελετάται ο θόρυβος, που προκαλείται τόσο
λόγω των εργασιών ανακαίνισης της γραμμής, όσο και της λειτουργίας, εφόσον οι εργασίες
εκτελούνται με παράλληλη λειτουργία του μεταφορικού μέσου, πραγματοποιώντας κατά κύριο λόγο
αμφιδρόμηση των συρμών, σε μονή γραμμή. Στο στάδιο αυτό εξετάζεται η επιβάρυνση του
ακουστικού περιβάλλοντος από την εφαρμογή της νέας σταθερής επιδομής, τόσο βιβλιογραφικά όσο
και μέσω ηχομετρήσεων, ενώ παράλληλα μελετάται η απόδοση μέσων αντιθορυβικής προστασίας.
Στο τελευταίο στάδιο, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισης και απόδοσης της γραμμής σε
πλήρη λειτουργία, πραγματοποιείται αξιολόγηση της εφαρμογής της σταθερής επιδομής και των έως
σήμερα ληφθέντων μέτρων αντιθορυβικής προστασίας, που εξασφαλίζουν την εκπομπή του
σιδηροδρομικού θορύβου, εντός των θεσμοθετημένων ορίων, κατά μήκος του μεγαλύτερου τμήματος
της γραμμής. Τέλος, κατατίθενται προτάσεις με στόχο την επιπλέον μείωση των εκπομπών
αερόφερτου θορύβου, στα πλαίσια του «οικολογικού» χαρακτήρα του ΗΣΑΠ, ενώ προτείνεται η
μελέτη για τις επιπτώσεις των δονήσεων στο εξωτερικό δίκτυο αλλά και τη σήραγγα, τόσο στον
ΗΣΑΠ, όσο και στο μετρό τηςΑθήνας.