Το αποτελεσματικό μοντέλο σχολικής αυτονομίας για την Κύπρο: Εξετάζοντας την επαγγελματική ικανοποίηση και το εργασιακό άγχος των διευθυντών στη δημοτική εκπαίδευση
Abstract
Η παρούσα έρευνα πραγματεύεται το θέμα της σχολικής αυτονομίας στην Κύπρο. Το θέμα αυτό μελετάται εδώ και αρκετές δεκαετίες στο διεθνή χώρο και έχουν γίνει πολλές σχετικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με τη στασιμότητα και τον αυστηρό συγκεντρωτισμό που επικρατεί στον κυπριακό χώρο.
Σκοπός της έρευνας είναι ο σχηματισμός ενός μοντέλου αυτονομίας, το οποίο καθορίζει ποιες αποφάσεις (που αφορούν σε διάφορα διοικητικά, οικονομικά, ακαδημαϊκά, παιδαγωγικά θέματα καθώς και θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού) πρέπει να λαμβάνονται σε επίπεδο σχολείου, ποιες πρέπει να λαμβάνονται μερικώς από το σχολείο, με τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Yπουργείου και ποιες πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά από μία κεντρική αρχή, ώστε να ενισχύεται η σχολική αποτελεσματικότητα. Η σχολική αποτελεσματικότητα, στην έρευνα αυτή, μελετάται μέσα από την επαγγελματική ικανοποίηση και το εργασιακό άγχος των διευθυντών.
Η σύνδεση του θέματος με τη σχολική αποτελεσματικότητα, η έλλειψη επαρκούς έρευνας επί του θέματος και η ύπαρξη αντικρουόμενων ευρημάτων στη διεθνή βιβλιογραφία, καθιστούν τη μελέτη αυτή ιδιαίτερα σημαντική. Η παρούσα έρευνα ακολουθεί ένα πρωτότυπο μεθοδολογικό σχεδιασμό, χρησιμοποιώντας σενάρια για τη μελέτη μίας υποθετικής κατάστασης. Ο μεθοδολογικός αυτός σχεδιασμός επιτρέπει τον έλεγχο και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων σχολικής αυτονομίας -που προτείνονται μέσα από την παρούσα διατριβή-, προτού καν αυτά εφαρμοστούν. Άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα της μεθόδου των σεναρίων είναι η ενθάρρυνση των ερωτώμενων να ασκήσουν κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση και να σκεφτούν τις εναλλακτικές επιλογές, η προετοιμασία τους για μια πιθανή εκπαιδευτική αλλαγή και η αποφυγή της αντίστασης εκ μέρους τους.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία έρευνα επισκόπησης όσον αφορά στο πρώτο της στάδιο, αυτό δηλαδή της αξιολόγησης της υπάρχουσας κατάστασης στην Κύπρο (σενάριο πολύ περιορισμένης/καμίας αυτονομίας) και της μελέτης της επαγγελματικής ικανοποίησης και του εργασιακού άγχους σε σχέση με τη σχολική αυτονομία. Η ιδιαιτερότητα όμως της έρευνας, έγκειται στο γεγονός ότι με τα αποτελέσματα από την ανάλυση των δεδομένων για τα σενάρια πλήρους και καμίας αυτονομίας, σχηματίζεται ένα μοντέλο σχολικής αυτονομίας (που φαίνεται να ενισχύει τη σχολική αποτελεσματικότητα, μέσω της αύξησης της επαγγελματικής ικανοποίησης και της μείωσης του εργασιακού άγχους των διευθυντών). Το μοντέλο αυτό δίνεται ξανά στους διευθυντές για να μετρηθούν εκ νέου οι δύο εξαρτημένες μεταβλητές (ικανοποίηση και άγχος), ώστε να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητά του.
Μέσα από τα πρώτα δύο ερωτηματολόγια φάνηκε ότι ο βαθμός επαγγελματικής ικανοποίησης των διευθυντών ήταν ψηλότερος στο σενάριο πλήρους αυτονομίας, ενώ το εργασιακό άγχος των διευθυντών ήταν περίπου το ίδιο στα δύο σενάρια. Κατά τη σύγκριση της επαγγελματικής ικανοποίησης και του εργασιακού άγχους των διευθυντών για κάθε απόφαση ξεχωριστά, φάνηκε ότι οι αποφάσεις στις οποίες οι διευθυντές χρειάζονται επιπλέον στήριξη και καθοδήγηση, αφορούν στην επιλογή του υλικού και εγχειριδίων διδασκαλίας, τις προσλήψεις του προσωπικού, τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών, τις προαγωγές και τον πιθανό τερματισμό της συνεργασίας. Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, δημιουργήθηκε το νέο σενάριο με το προτεινόμενο μοντέλο αυτονομίας, στο οποίο δίνεται πλήρης αυτονομία σε όλες τις αποφάσεις, εκτός από τις προαναφερόμενες όπου ενισχύονται τα μέτρα στήριξης, επιμόρφωσης και ελέγχου των διευθυντών. Τα αποτελέσματα από τα πρώτα δύο σενάρια πλήρους και καμίας αυτονομίας καταδεικνύουν την αναγκαιότητα για αλλαγή, αφού η περίπτωση καμίας σχολικής αυτονομίας (σενάριο που βρίσκεται πολύ κοντά στην υπάρχουσα κυπριακή πραγματικότητα) επέφερε τη λιγότερη επαγγελματική ικανοποίηση στους διευθυντές των δημοτικών σχολείων. Τα αποτελέσματα από το τρίτο ερωτηματολόγιο κατέδειξαν ότι το νέο σενάριο αυτονομίας επιφέρει μεγαλύτερη επαγγελματική ικανοποίηση και λιγότερο εργασιακό άγχος στους διευθυντές, σε σχέση με τα προηγούμενα δύο σενάρια, καθιστώντας το προτεινόμενο μοντέλο αυτονομίας πιο αποτελεσματικό από την παρούσα κατάσταση στον κυπριακό χώρο, αλλά και από την περίπτωση πλήρους αυτονομίας σε όλους τους εκπαιδευτικούς τομείς.
Η εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου ενίσχυσης της σχολικής αυτονομίας στην Κύπρο πρέπει να γίνει με την ύπαρξη των απαραίτητων προϋποθέσεων. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαία η σωστή προετοιμασία, επιμόρφωση και συμβουλευτική στήριξη των διευθυντών, ώστε να ενισχυθεί η ετοιμότητα και η αποτελεσματικότητά τους σε μια τέτοια εκπαιδευτική αλλαγή. Επίσης, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός γενικού πλαισίου μέσα στο οποίο μπορούν να ληφθούν, εκ μέρους των διευθυντών, συγκεκριμένες αποφάσεις, με τη διατύπωση γενικών κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών που έχουν βοηθητικό και συμβουλευτικό σκοπό. Ταυτόχρονα πρέπει να δίνεται η ελευθερία στους διευθυντές να καινοτομήσουν, να συμβάλουν δίνοντας τις δικές τους ιδέες και απόψεις ανά πάσα στιγμή. Η ύπαρξη αρμόδιων επιτροπών για κάθε τομέα αποφάσεων (διοικητικό-οικονομικό, ακαδημαϊκό-παιδαγωγικό, διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού) και εξειδικευμένων συμβούλων που θα έχουν τύχει εκπαίδευσης και επιμόρφωσης με βάση τα διεθνή εκπαιδευτικά δεδομένα, θα βοηθήσει στην ενίσχυση της αυτονομίας του διευθυντή, δίνοντάς του την ευκαιρία να συζητήσει και να εφαρμόσει καινοτόμες ιδέες και πρακτικές. Ένα άλλο σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην προτεινόμενη εκπαιδευτική αλλαγή είναι αυτό της στήριξης και βοήθειας των διευθυντών σε γραμματειακά θέματα και καθήκοντα. Σημαντική είναι ακόμα η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού δικτύου συνεργασίας μεταξύ των σχολείων, που μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με τη δημιουργία διαδικτυακής πλατφόρμας, προκαθορισμένες συναντήσεις κλπ.
Όλες οι πιο πάνω προτάσεις που αφορούν στον κυπριακό χώρο μπορούν να εφαρμοστούν και διεθνώς. Μερικοί από τους τρόπους αυτούς ήδη τηρούνται στο εξωτερικό (όπως τα δίκτυα συνεργασίας σχολείων) και μέσα από την έρευνα αυτή υπερτονίζεται η αναγκαιότητά της συνέχισης και της βελτίωσης του έργου τους. Επίσης, προτείνεται η τήρηση αρχείου/καταλόγου εγκεκριμένων αποφάσεων και προτάσεων των σχολείων από την αρμόδια κεντρική αρχή, στον οποίο θα μπορούν να έχουν πρόσβαση όλοι οι διευθυντές, μέσα από τη δημιουργία μίας διαδικτυακής πλατφόρμας επικοινωνίας. Η εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα μπορούσε να εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους στο εκάστοτε εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι αποφάσεις που αφορούν στην επιλογή του υλικού και εγχειριδίων διδασκαλίας, στις προσλήψεις του προσωπικού, τις προαγωγές και τον τερματισμό της εργασίας τους, θέματα τα οποία ανησυχούσαν περισσότερο τους διευθυντές στην παρούσα έρευνα, αξίζει να διερευνηθούν περαιτέρω, όχι μόνο στον κυπριακό χώρο, αλλά και διεθνώς. Η ανάγκη των διευθυντών της Κύπρου για περισσότερη καθοδήγηση, στήριξη και επιμόρφωση στα θέματα αυτά, ή ακόμη και για αυξημένο έλεγχο από μία εκπαιδευτική αρχή, πιθανόν να ισχύει και στην περίπτωση άλλων χωρών.
Στοιχείο κεντρικής σημασίας για την έρευνα είναι ότι η προτεινόμενη αλλαγή, που αφορά στην ενίσχυση της σχολικής αυτονομίας στην Κύπρο, όχι μόνο μελετάται σε σχέση με την ίδια τη σχολική αποτελεσματικότητα, αλλά αξιολογείται και με βάση αυτήν. Η βαρύτητα και η αναγκαιότητα για μια τέτοια εκπαιδευτική αλλαγή γίνονται με τον τρόπο αυτό επιβεβαιωμένα εντονότερες. Η προσέγγιση του θέματος της σχολικής αυτονομίας μέσα από όλες τις πιθανές αποφάσεις που επηρεάζονται από σχετικά μέτρα, είναι ένα πρωτοποριακό χαρακτηριστικό της παρούσας έρευνας, δίνοντας τη δυνατότητα για υποστήριξη μίας ολοκληρωμένης πρότασης για το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα. Το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα, καλείται πλέον να απομακρύνει τον συντηρητισμό και τη στασιμότητα και να ακολουθήσει τις διεθνείς τάσεις για ενίσχυση της σχολικής αυτονομίας. Το μοντέλο σχολικής αυτονομίας που προτείνεται μέσα από την παρούσα διατριβή, αποτελεί μία αποτελεσματική πρόταση για το σχεδιασμό της αντίστοιχης εκπαιδευτικής αλλαγής.