Η ποιότητα ζωής σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία, πριν και μετά απο επέμβαση βαριατρικής χειρουργικής
Abstract
Εισαγωγή: Η ποιότητας ζωής είναι ένας όρος που αναπτύχθηκε με προοπτική να αποδώσει το επίπεδο ευτυχίας ή ικανοποίησης των ανθρώπων από τον τρόπο ζωής τους και από την κατανάλωση δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο στο χώρο της υγείας, αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς. Μπορεί να αναδείξει φαινόμενα όπως η φυσική κατάσταση του ατόμου, η ψυχολογική του διάθεση, η κοινωνική ένταξη και συμμετοχή, αλλά και το ρόλο που παίζει το περιβάλλον, η εργασία, η οικονομία, η εκπαίδευση και πολλοί άλλοι παράγοντες στη διαμόρφωση αυτής της αντίληψης. Από την άλλη, η παχυσαρκία είναι ένα φαινόμενο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τη χαρακτηρίζει ως νόσο, όπου υπερβολική ποσότητα λίπους συγκεντρώνεται σε τέτοια έκταση που μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την υγεία. Η νοσογόνος παχυσαρκία αποτελεί επίσης κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Η χειρουργική της παχυσαρκίας ή βαριατρική χειρουργική έχει εξελιχθεί σε κλάδο της χειρουργικής, ο οποίος καλείται να δώσει λύσεις σε επιλεγμένες περιπτώσεις ασθενών, των οποίων το προσδόκιμο επιβίωσης είναι μειωμένο λόγω του υπερβολικού σωματικού τους βάρους και μέσω της επέμβασης να τους βοηθήσει να επανενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο βελτιώνοντας τους την υγεία και την ποιότητα ζωής.
Σκοπός: Η παρούσα μελέτη ερευνά τη διαφοροποίηση του επιπέδου ποιότητας ζωής των ασθενών με νοσογόνο παχυσαρκία πριν και μετά το χειρουργείο και αξιολογεί την υπόθεση ότι όντως οι επεμβάσεις βαριατρικής χειρουργικής οδηγούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των επηρεαζόμενων ασθενών με επιστημονική τεκμηρίωση, με τη χρήση του εργαλείου μέτρησης ποιότητας ζωής SF-36 της Quality Metric Health Outcomes.
Μέθοδος: Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ Ιανουαρίου 2012 και Μαρτίου 2014 στο Γ.Ν. Λευκωσίας με τη συμμετοχή 108 νοσογόνα παχύσαρκων ασθενών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή (Laparoscopic Sleeve Gastrectomy) ή αναμένεται να υποβληθούν, βάση συγκεκριμένων κριτηρίων εισαγωγής στο πρωτόκολλο της έρευνας, επιτυχούς προεγχειρητικού ελέγχου, με τη λήψη πλήρους ιατρικού ιστορικού και με τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου SF-36. Ως μέτρο στατιστικής ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής Pearson και η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων ελέγχθηκε μέσω του συντελεστή εσωτερικής συνοχής Cronbach’s Alpha.
Αποτελέσματα: Εξετάστηκαν διάφορα δημογραφικά δεδομένα όπως ο δείκτης μάζας-σώματος, η ηλικία, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση και η εργασία και ερευνήθηκε ο συσχετισμός τους με την ποιότητα ζωής. Υπήρξε μια σαφής υπεροχή του γυναικείου φύλου στο δείγμα των ασθενών σε αναλογία 4:1 (γυναίκες: άνδρες). Δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις υποομάδες, πλην του τομέα της εργασίας ανάμεσα σε αυτοεργοδοτούμενους και ανέργους, στις παραμέτρους του συναισθηματικού ρόλου (p=0,002), της ζωτικότητας (p=0,004), του σωματικού ρόλου (p=0,011) και της ψυχικής υγείας (p=0,041). Ενώ η αντίληψη για την ποιότητα ζωής των ασθενών προεγχειρητικά ήταν κάτω του μέσου όρου, μετεγχειρητικά όλες οι παράμετροι παρουσίασαν αισθητή βελτίωση. Από την ανάλυση των δημογραφικών δεδομένων μετεγχειρητικά προκύπτει στατιστική σημαντικότητα ανάμεσα στην ποιότητας ζωής και το δείκτη μάζας-σώματος στους τομείς της σωματικής λειτουργικότητας (p<0,01) και των ρόλου συναισθηματικού, σωματικού πόνου και γενικής υγείας (p<0,05),ανάμεσα στην ποιότητα ζωής και φύλου στους τομείς του μετεγχειρητικού πόνου (p=0,019) και της κοινωνικής λειτουργικότητας υπέρ των ανδρών (p=0,031) και ανάμεσα στην ποιότητα ζωής και εργασίας στον τομέα της ψυχικής υγείας ανάμεσα σε αυτοεργοδοτούμενους και ανέργους (p=0,020). Στην αξιολόγηση των ασθενών όλες οι παράμετροι της ποιότητας ζωής χαρακτηρίζονταν από στατιστικά σημαντική διαφορά με βελτίωση στη σύγκριση του πριν με το μετά (p=0,000). Ο δείκτης μάζας-σώματος μειώθηκε μετεγχειρητικά από το 48,64, στο 40,50, 36,28 και 33,27 τρεις, έξι και δώδεκα μήνες μετά την επέμβαση (p=0,000). Αντίστοιχα το υπερβάλλον σωματικό βάρος, μειώθηκε κατά 42,09%, 57,20% και 68,40% (p=.000). Τα αποτελέσματα αυτά ήταν σταθερά και στο δεύτερο μετεγχειρητικό έτος.
Συμπεράσματα: Η βαριατρική χειρουργική έχει βοηθήσει τους νοσογόνα παχύσαρκους ασθενείς να βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα της ζωής τους για όλο το διάστημα της παρακολούθησης και αποτελεί ίσως τη μοναδική αξιόπιστη λύση στο πρόβλημα τους. Για το σκοπό αυτό η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή αποτελεί μία πολύ καλή επιλογή. Το πρόβλημα όμως της παχυσαρκίας είναι παγκόσμιο και για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις σε επίπεδο πρόληψης, κάτι που προϋποθέτει μακροπρόθεσμη εθνική και διεθνή στρατηγική.