Επίπεδα άγχους και κατάθλιψης των νοσηλευτών των δημόσιων νοσηλευτηρίων της Κύπρου
Abstract
Εισαγωγή: Το άγχος και η κατάθλιψη αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλαιπωρούν μία μεγάλη μερίδα του γενικού πληθυσμού. Ειδικά για τους νοσηλευτές, αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή, αφού μελέτες που έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα θέματα έχουν αποφανθεί ότι η συγκεκριμένη ομάδα πληθυσμού υποφέρει από ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα αυτά δεν έχουν διερευνηθεί στην Κύπρο, γεγονός που φαίνεται να δημιουργεί ερευνητικό κενό.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των επιπέδων άγχους και κατάθλιψης μεταξύ των νοσηλευτών που εργάζονται σε δημόσια και κοινοτικά νοσηλευτήρια της Κύπρου. Η μελέτη επικεντρώθηκε ειδικά στη διερεύνηση των επιπέδων αυτών καθώς επίσης και τη διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης μεταξύ των δύο αυτών παραγόντων.
Υλικό – Μέθοδος: Η παρούσα έρευνα διεξήχθη σε πέντε νοσηλευτικά ιδρύματα της Κύπρου μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2014 και σε αυτήν έλαβαν εθελοντικά μέρος 92 νοσηλευτές. Η συλλογή πληροφοριών έγινε με τη βοήθεια ερωτηματολογίου που χρησιμοποιούσε τη σταθμισμένη για τον ελληνικό πληθυσμό έκδοση της κλίμακας Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS).
Αποτελέσματα: Οι νοσηλευτές φαίνεται να βιώνουν ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης. Σε σχέση με τη διερεύνηση των επιπέδων άγχους που βιώνουν οι συμμετέχοντες, καταγράφηκε δυνατή συσχέτιση μεταξύ της πρόθεσης τους να αλλάξουν θάλαμο κατά τους τελευταίους έξι μήνες και των επιπέδων άγχους που βιώνουν (r = -0.316, p < 0.01). Οι νοσηλευτές του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Νοσοκομείου Αθαλάσσας φαίνεται να διακατέχονται από ψηλά επίπεδα άγχους, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, που όπως φαίνεται διακατέχονται από αποδεκτά επίπεδα άγχους, ενώ οι νοσηλευτές που απασχολούνται στα Εξωτερικά Ιατρεία και στους Καρδιολογικούς θαλάμους των υπό αξιολόγηση νοσηλευτικών ιδρυμάτων κατέγραψαν τα ψηλότερα ποσοστά άγχους. Σε σχέση με τα επίπεδα κατάθλιψης που βιώνουν οι νοσηλευτές, ποσοστό 64.8% των συμμετεχόντων φαίνεται να εκδηλώνει συμπτώματα πιθανής κατάθλιψης καθώς συγκέντρωσε βαθμολογίες ίσες ή μεγαλύτερες από 8.0/21 στην κλίμακα HADS-D. Σημαντική θετική συσχέτιση (r = 0.312, p < 0.01) παρατηρήθηκε μεταξύ της ηλικίας των συμμετεχόντων και πιθανής εκδήλωσης συμπτωμάτων κατάθλιψης και του νοσοκομείου που εργάζονται οι νοσηλευτές και της πιθανότητας εκδήλωσης συμπτωμάτων κατάθλιψης (r = 0.361, p < 0.01), καθώς επίσης και του θαλάμου στον οποίο απασχολούνται (r = 0.341, p < 0.01). Επιπλέον, συσχέτιση (r = 0.238, p < 0.05) παρατηρήθηκε μεταξύ των χρόνων υπηρεσίας συμμετεχόντων και της μεταβλητής HADS-D. Σε περεταίρω ανάλυση της ηλικίας σε σχέση με τα επίπεδα κατάθλιψης που παρουσιάζουν οι συμμετέχοντες παρατηρήθηκε δυνατή θετική συσχέτιση (r = 0.312, p < 0.01) μεταξύ του θαλάμου στον οποίο εργάζονται και στα επίπεδα κατάθλιψης που βιώνουν, ενώ αντίθετα δε βρέθηκε κάποια συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων κατάθλιψης και του φύλου των συμμετεχόντων. Τέλος, σημαντική θετική συσχέτιση (r = 0.765, p < 0.01) καταγράφηκε μεταξύ των επιπέδων άγχους (HADS-A) που βιώνουν οι νοσηλευτές και των αντίστοιχων επιπέδων κατάθλιψης (HADS-D).
Συμπεράσματα: Οι νοσηλευτές θα πρέπει να επιμορφωθούν και να ενημερωθούν για τις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρει το άγχος και η κατάθλιψη. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων αυτών, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό στην αμεσότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των συγκεκριμένων παθήσεων. Τέλος, η έρευνα αυτή καλό θα είναι να επαναληφθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα για τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των αλλαγών που οι διοικήσεις των νοσηλευτηρίων θα εφαρμόσουν για την αντιμετώπιση και τη μείωση των επιπέδων άγχους και κατάθλιψης που βιώνουν οι νοσηλευτές τους, προβαίνοντας παράλληλα στις κατάλληλες τροποποιήσεις αν αυτό κριθεί ως αναγκαίο.