Ο ρόλος των διευθυντικών στελεχών δημοτικής εκπαίδευσης στο σχεδιασμό της σχολικής βελτίωσης
Abstract
Η σχολική βελτίωση αποτελεί, μια πρωταρχικής σημασίας στρατηγική επιλογή του
εκπαιδευτικού μας συστήματος η οποία περνά μέσα από το αναπτυξιακό σχέδιο
βελτίωσης της κάθε σχολικής μονάδας. Πρωταρχικός σκοπός του σχεδιασμού της
σχολικής βελτίωσης θεωρείται σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία η βελτίωση της
ποιότητας της μάθησης των μαθητών.
Αντικείμενο της έρευνας αυτής ήταν η διερεύνηση των απόψεων των διευθυντών
σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου αναφορικά με το σχεδιασμό της
σχολικής βελτίωσης σε επίπεδο σχολικής μονάδας. Ειδικότερα, σκοπός της παρούσας
εργασίας ήταν να μελετήσει τις απόψεις των διευθυντών αναφορικά με την αναγκαιότητα
και τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών σχεδιασμού για τη βελτίωση της ποιότητας
της παρεχόμενης εκπαίδευσης στη σχολική τους μονάδα, καθώς και να διερευνήσει το
ρόλο των διευθυντικών στελεχών στο σχεδιασμό της βελτίωσης του σχολείου.
Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού πραγματοποιήθηκε έρευνα μικτής
μεθοδολογίας, υιοθετώντας το διερευνητικό μοντέλο έρευνας το οποίο αποτελείται από
δύο φάσεις, μια ποιοτική και μια ποσοτική. Η πρώτη φάση αποσκοπούσε στη συλλογή
ποιοτικών δεδομένων που θα καθοδηγούσαν την ανάπτυξη του ερωτηματολογίου, του
ερευνητικού εργαλείου της ποσοτικής φάσης. Σε αυτή τη φάση λήφθηκαν συνεντεύξεις
από πέντε διευθυντές σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αμέσως μετά την
ολοκλήρωσή της, ακολούθησε η δεύτερη φάση που αποσκοπούσε στην άντληση
ποσοτικών δεδομένων από τους διευθυντές. Στη δεύτερη φάση, το ποσοστό ανταπόκρισης
ανήλθε στο 57%, συμμετείχαν 120 διευθυντές που αποτελούν ποσοστό 41% του
συνολικού πληθυσμού. Η ανάλυση των δεδομένων περιλάμβανε δύο στάδια. Στο πρώτο
στάδιο έγινε ανάλυση περιεχομένου των ποιοτικών δεδομένων που αντλήθηκαν από τις
συνεντεύξεις. Στο δεύτερο στάδιο, χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 16.0,
μέσω του οποίου αξιοποιήθηκαν τεχνικές τόσο της περιγραφικής όσο και της επαγωγικής
στατιστικής για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας έρευνας ήταν τα εξής: Πρώτο,
επιβεβαιώθηκε με βάση τις απόψεις των διευθυντών ότι η πολιτική του σχολείου, η
σχολική κουλτούρα, η διδασκαλία και η μάθηση, καθώς και οι συνθήκες και οι πόροι του
σχολείου αποτελούν βασικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη σχολική βελτίωση.
iv
Δεύτερο, οι διευθυντές των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θεωρούν ότι υπάρχει
ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών ανάπτυξης σε επίπεδο σχολικής μονάδας για σχεδιασμό
της βελτίωσης και θεωρούν απαραίτητη την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών στα πλαίσια
του υφιστάμενου συγκεντρωτικού συστήματος. Τρίτο, οι διευθυντές παρουσιάζονται
επιφυλακτικοί αναφορικά με το αν είναι εφικτή μια τέτοια πρωτοβουλία στα πλαίσια του
υφιστάμενου συστήματος, αναφέροντας ως ανασταλτικούς παράγοντες, παράγοντες που
σχετίζονται με τη δομή των σχολείων. Τέταρτο, οι διευθυντές δηλώνουν ότι η συλλογική
δράση όλων των μελών του διδακτικού προσωπικού (βοηθών διευθυντών, εκπαιδευτικών)
είναι καθοριστική για την εκπόνηση και υλοποίηση του σχεδίου βελτίωσης. Σημαντική
θεωρείται επίσης, η ύπαρξη ατόμων που αναλαμβάνουν υποστηρικτικούς ρόλους (π.χ.
επιθεωρητές) και ο ηγετικός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο διευθυντής. Πρέπει
να σημειωθεί ότι παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις απόψεις των
διευθυντών σχετικά με τα πιο πάνω αποτελέσματα ανάλογα με το φύλο, τα έτη υπηρεσίας
στη θέση διευθυντή και ανάλογα με τον τύπο και το μέγεθος του σχολείου στο οποίο
υπηρετούν.
Με βάση τα αποτελέσματα αυτά διαπιστώνεται ότι οι διευθυντές θεωρούν την
εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική της σχολικής μονάδας σημαντική για τη βελτίωσή της
και εμφανίζονται έτοιμοι να εμπλέξουν σε διαδικασίες σχεδιασμού βελτίωσης όχι μόνο
τους βοηθούς διευθυντές, αλλά και όλους τους εκπαιδευτικούς. Τέλος, συζητείται η
πρακτική σημασία των πιο πάνω αποτελεσμάτων για το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα
και γίνονται εισηγήσεις που αφορούν στην εκπαιδευτική πολιτική, την καθημερινή
πρακτική στα σχολεία και τις μελλοντικές έρευνες.