Μελέτη των κανονισμών σχετικά με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος (ΞΧ) και η επίδραση του στην οικονομία των κρατών. Ποσοτική διακρατική μελέτη Λουξεμβούργου-Ελλάδας
Abstract
Η παρούσα διατριβή έχει ως σκοπό την αποτύπωση του μεγέθους της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μέσα από μια διακρατική μελέτη Λουξεμβούργου-Ελλάδας καθώς και των αρνητικών ή/και θετικών επιδράσεων του φαινομένου αυτού στην οικονομία των δύο αυτών κρατών. Η διατριβή αποτελείται από δύο σκέλη προσεγγίζοντας από τη μία μεριά το θέμα σε θεωρητικό επίπεδο και από την άλλη σε ερευνητικό.
Μέσα από τη θεωρητική προσέγγιση του προβλήματος θα μελετηθεί εννοιολογικά το οικονομικό αυτό έγκλημα, το νομικό πλαίσιο που το περιβάλλει, τα αίτια που οδηγούν στην δημιουργία και εξάπλωση του φαινομένου, οι επακόλουθες συνέπειες καθώς και η διαχρονική αντιμετώπιση του μέσα από διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς εξετάζοντας τους τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου αυτού, κυρίως μέσα από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
Μετέπειτα, θα επικεντρωθούμε σε μία ποσοτική ανάλυση η οποία έχει ως στόχο να διερευνήσει κατά πόσο το Ξέπλυμα Χρήματος επιδρά (θετικά ή αρνητικά) σε μία οικονομία αλλά ταυτόχρονα να δούμε και ποιές οικονομικές μεταβλητές επιδρούν θετικά ή αρνητικά στην εισροή μαύρου χρήματος. Το δείγμα που θα χρησιμοποιηθεί για τα δύο κράτη θα αναφέρεται στη περίοδο από το 2005 μέχρι και το 2010 (ετήσια συχνότητα) και θα γίνει μια εκτίμηση της τάσης του ξεπλύματος χρήματος στα δύο κράτη χρησιμοποιώντας ως ανεξάρτητες μεταβλητές τη μεταβολή του ΑΕΠ, την ανάπτυξη πληθυσμού,το μερίδιο επενδύσεων ως προς τον ΑΕΠ και τον συνολικό αριθμό εγκλημάτων που καταγράφηκαν από την αστυνομία. Τα παραπάνω μεγέθη θα εξεταστούν αναλυτικά για την καθεμιά χώρα ξεχωριστά για να διαπιστωθεί ο τρόπος (θετικός ή αρνητικός) συσχέτισης τους με το Ξέπλυμα Χρήματος και ακολούθως η σύγκριση των δύο αυτών χωρών κατά τη περίοδο της εξεταζόμενης πενταετίας.
Ένα από τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα της παρούσας διατριβής θα αποτελέσει η αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιμετώπισης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Αυτό θα γίνει με μελέτη της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας όπως αυτή τροποποιείται για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της. Έπειτα θα γίνει η μελέτη του τρόπου που επηρρεάζεται η τάση του μαύρου χρήματος σε μία χώρα και επίσης η επίδραση του μαύρου χρήματος στην οικονομία αυτών των χώρών. Στο πρώτο σκέλος η μελέτη θα γίνει με τη χρήση ετήσιων στοιχείων για τη περίοδο 2005-2010, ενώ στο δεύτερο θα χρησιμοποιηθούν εκτός από τα παραπάνω στοιχεία και υπάρχουσες μελέτες.
Η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί θα έχει τα εξής στάδια: αρχικά τη θεωρητική ανάπτυξη του θέματος (διεθνής βιβλιογραφία, ρυθμιστικό πλαίσιο, διεθνείς βάσεις πληροφοριών και άλλες έγκυρες πηγές για τον ορισμό του προβλήματος και τους τρόπους αντιμετώπισής του). Θα παρουσιαστεί επισκόπηση της βιβλιογραφίας επί του θέματος και τα βασικά συμπεράσματα που επάγονται από αυτή. Έπειτα θα γίνει η ποσοτική ανάλυση όπου θα χρησιμοποιηθεί το Excel για την ανάλυση χρονοσειράς για τη περίοδο 2005-2010 αλλά και διαστρωματική ανάλυση μεταξύ Ελλάδας και Λουξεμβούργου, τον τρόπο με τον οποίο το Ξέπλυμα Χρήματος επιδρά στην οικονομία των κρατών αλλά και τα οικονομικά δεδομένα που προσελκύουν το μαύρο χρήμα.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη έρευνα έχει μεγάλη σπουδαιότητα διότι στη περίοδο που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, αρχικά με τη χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ το 2007 και ακολούθως σε κράτη μέλη της Ευρώπης το 2010 η μελέτη του τρόπου με τον οποίο μια οικονομία επηρρεάζεται από το μαύρο χρήμα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Όπως είναι γνωστό η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα πολλά κράτη. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο για τους ασκούντες την πολιτική στα κράτη αυτά να γνωρίζουν τόσο τους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού όσο και τις επιπτώσεις που δημιουργούνται από αυτό (θετικές και αρνητικές). Επιπλέον, τα στοιχεία και στατιστικές που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα είναι ελλιπή αφού το νομοθετικό πλαίσιο και οι οργανισμοί καταπολέμησης τόσο σε εθνικό όσο και και σε διεθνές επίπεδο εξελίσσονται συνεχώς με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ολοένα μεγαλύτερες ανάγκες για τη καταπολέμηση του. Οι συνεχείς αυτές τροποποιήσεις επιφέρουν διαφορετικούς χειρισμούς με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις για επίσημη καταγραφή των στοιχείων να έχουν κριθεί αναγκαίες μόνο τα τελευταία χρόνια. Άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται, είναι ότι το μέγεθος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εικάζεται ή εκτιμάται καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις μιλάμε για υποθέσεις ή νομικές διαδικασίες σε εξέλιξη και όχι σε επίσημα τελικά στοιχεία τα οποία κάποιες φορές μπορεί να προκύπτουν μετά από αρκετά έτη, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά δύσκολο να έχουμε μια σαφή και συγκεκριμένη εικόνα με ακριβείς αριθμούς.