Ο "εθνικός εαυτός" και ο "εθνικός άλλος" μέσα από το "αποσυρθέν" βιβλίο ιστορίας της Στ' δημοτικού: Ανάλυση περιεχομένου υπό το πόρισμα της κριτικής παιδαγωγικής και της παιδαγωγικής της ειρήνης
Abstract
Η παρούσα εργασία διερευνά την εικόνα του «εθνικού εαυτού» (εδώ του Έλληνα) και την
εικόνα του «εθνικά άλλου» (εδώ του Τούρκου), έτσι όπως προβάλλεται μέσα από το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού Στα νεότερα χρόνια, των Ρεπούση, Ανδρεάδου, Πουταχίδη και Τζίβα (2006). Η έρευνα της εικόνας του «άλλου» θεωρείται σημαντική γιατί αφενός συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας του μαθητή και αφετέρου ενδεχομένως καθορίζει σε κάποιο βαθμό την ποιότητα των μελλοντικών σχέσεων και τη γενικότερη συνεργασία των λαών. Το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας εντάσσεται στην κριτική παιδαγωγική και στην παιδαγωγική της ειρήνης.
Η έρευνα ακολούθησε τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Αναλύθηκαν τα χωρία που αναφέρονται στον «εθνικό εαυτό» και τον «εθνικό άλλο», υπό την καθοδήγηση τριών ερευνητικών ερωτημάτων: (1) Κατά πόσον υπάρχουν στερεότυπες απεικονίσεις και γίνονται διπολικοί διαχωρισμοί ανάμεσα στον εθνικό «εαυτό» και τον εθνικό «άλλο». (2) Αν διατυπώνονται ιδέες που πλαισιώνονται στην αλληλοκατανόηση, συνεργασία και ειρήνη ανάμεσα στον εθνικό «εαυτό» και τον εθνικό «άλλο» και (3) πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο προσανατολισμός του εγχειριδίου όσον αφορά στην «εθνοκεντρικότητά» του.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι, παρά το γεγονός πως στο συγκεκριμένο εγχειρίδιο γίνεται προσπάθεια απάλειψης της εικόνας του «εθνικά άλλου» ως του προαιώνιου εχθρού και του «εθνικά εαυτού» ως του μη θύματός του, ο τρόπος παρουσίασης τους, ενδεχομένως να δημιουργεί νέα στερεότυπα. Επίσης, ο προσανατολισμός του εγχειριδίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εθνοκεντρικός» αλλά μέσα από μια πιο διακριτική και ήπια γραφή. Η σημαντικότητα και αναγκαιότητα αυτής της έρευνας προκύπτει κυρίως από την έλλειψη παρόμοιων ερευνών στον κυπριακό χώρο και ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το ζήτημα του σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού παραμένει ανοιχτό. Ευρύτερα, τα αποτελέσματα της έρευνας υπογραμμίζουν ότι αυτό που διδάσκεται στο σχολείο ως ιστορία δεν είναι υπόθεση μόνον της ιστορικής επιστήμης, αλλά είναι ταυτόχρονα ζήτημα παιδαγωγικό και πολιτικό. Απαιτείται όχι μια μονομερής αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας, αλλά και μια αμοιβαία πολιτική βούληση και απόφαση για μια «εκ του σύνεγγυς» επαφή του «εαυτού» και του «άλλου».