Αξιολόγηση της σημασίας της συνδετικότητας του τοπίου στην κατανομή του κυπριακού φιδιού (Hierophis cypriensis)
Abstract
Οι προσεγγίσεις για τη διατήρηση του τοπίου θεωρούνται ως τα καλύτερα μέσα για τη προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας, αφού έτσι διασφαλίζεται η διατήρηση των οικοσυστημάτων και των ειδών. Ένα κατάτμημα ενδιαιτήματος είναι μια ομοιογενής περιοχή η οποία διαφέρει από το γύρω περιβάλλον της. Ο κατακερματισμός ενός ενδιαιτήματος, συχνά ορίζεται ως η διαδικασία κατά την οποία μια μεγάλη έκταση ενδιαιτημάτων, μετατρέπεται σε μικρότερα κατατμήματα, απομονωμένα μεταξύ τους και από τη μήτρα του ενδιαιτήματος, προκαλώντας έτσι την απώλεια του ενδιαιτήματος. Θεωρείται δε ο κατακερματισμός, ως η «αντίστροφη μορφή» της συνδετικότητας και αυτό έχει άμεση αρνητική επίπτωση στα ενδιαιτήματα. Η συνδετικότητα μεταξύ των κατατμημάτων ενδιαιτημάτων είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού επιτρέπει τη μετακίνηση των ειδών για εξεύρεση τροφής και αναπαραγωγή, τη διασπορά και τη φυσική μετατόπιση σε άλλους χώρους.
Το ενδημικό κυπριακό φίδι Hierophis cypriensis* είναι ένα αυστηρά προστατευόμενο είδος, αλλά μέχρι σήμερα, οι γνώσεις γύρω από την οικολογία και τη κατανομή του είναι πολύ περιορισμένες. Με δεδομένη τη σημαντικότητα της συνδετικότητας των κατατμημάτων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η αξιολόγηση της σημασίας της συνδετικότητας του τοπίου στην κατανομή του Hierophis cypriensis, στην Οροσειρά του Τροόδους.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα μελέτη περιλαμβάνει δύο προσεγγίσεις για την αξιολόγηση των παραγόντων συνδετικότητας του τοπίου, με τη χρήση Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών. Αρχικά, αξιολογήθηκε η σημαντικότητα των κατατμημάτων του ενδιαιτήματος του είδους και οι συνδέσεις των ενδιαιτημάτων, για τη διατήρηση ή βελτίωση της συνδετικότητας του τοπίου, χρησιμοποιώντας το Λογισμικό CONEFOR. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος ανάλυσης Διαδρομών Ελαχίστου Κόστους Μετακίνησης μέσω του Λογισμικού ArcGIS, για την αναγνώριση των ενδεχόμενων διαδρομών μετακινήσεων του είδους μεταξύ των περιοχών πυρήνα. Δημιουργήθηκαν οι καταλληλότερες για το είδος περιοχές και υπολογίστηκαν οι περιοχές μήτρας. Χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο της κατάλληλης επιφάνεια με το λιγότερο κόστος (Least-cost modeling), επειδή είναι η μέθοδος η οποία υπολογίζει την καταλληλότερη απόσταση αλλά όχι την Ευκλείδεια απόσταση μεταξύ των ενδιαιτημάτων. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των δύο μεθόδων για να αξιολογηθεί η χωρική διάταξη των υφιστάμενων περιοχών Natura 2000 στην περιοχή μελέτης σε σχέση με την γνωστή κατανομή του είδους.
Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ότι, το Δάσος Πάφου διαθέτει ενδεχομένως τον καλύτερο βιότοπο για τη διατήρηση του είδους, σύμφωνα με την αξιολόγηση της καταλληλότερης επιφάνειας ποιότητας βιοτόπου. Παράλληλα, η αξιολόγηση μέσω του CONEFOR, έδειξε ότι τα κατατμήματα ενδιαιτήματος των Δασών Πάφου, Τροόδους και Αδελφοί, θεωρούνται οι σημαντικότερες περιοχές για τη συνδετικότητα του τοπίου για τη διατήρηση του είδους. Πιθανή υποβάθμιση των βιοτόπων τους ενδέχεται να προκαλέσει δυσμενείς επιπτώσεις στη διατήρηση του είδους. Η ανάλυση διαδρομών ελαχίστου κόστους αναγνώρισε σημαντικές διαδρομές μετακίνησης και κατέδειξε ότι υπάρχει σημαντικός βαθμός συνδετικότητας μεταξύ των πυρήνων του βιοτόπου. Παρόλο που τα Δάση Πάφου, Τροόδους και Αδελφοί θεωρούνται τα σημαντικότερα ενδιαιτήματα για το είδος, ένα μεγάλο ποσοστό των περιοχών αυτών δεν προστατεύεται μέσω του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000.