'Ασκηση ηγεσίας και επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών: Ο ρόλος της συναισθηματικής νοημοσύνης και της πολιτικής ικανότητας των διευθυντών/τριων σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2013-08-28Συγγραφέας
Ταλιαδώρου, Νικολέττα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η συναισθηματική νοημοσύνη, η πολιτική ικανότητα, η ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας δημοτικής εκπαίδευσης και η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, ως περιοχές έρευνας συνεχίζουν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας στο χώρο της εκπαιδευτικής διοίκησης. Από την ανασκόπηση της διεθνούς ερευνητικής βιβλιογραφίας, προκύπτει ότι οι τέσσερις περιοχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω κινήθηκαν εντελώς ανεξάρτητα. Μέσα από την ανάπτυξη ενός δυναμικού μοντέλου επιχειρήθηκε η σύζευξη και συνεξέταση αυτών των περιοχών.
Τα σημερινά σχολεία αποτελούν ανταγωνιστικά και πολύπλοκα περιβάλλοντα, τα οποία απαιτούν από τους διευθυντές/τριες να εξισορροπούν την ανάγκη για αλλαγή με τη σταθερότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό προκύπτει η ανάγκη για διερεύνηση των κοινωνικών ικανοτήτων του διευθυντή που θα τον θωρακίσουν για να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στις σύγχρονες αλλαγές. Η παρούσα έρευνα, η οποία υποστηρίζει την ανάγκη για επέκταση των θεωριών για την άσκηση αποτελεσματικής ηγεσίας, διερευνά κατά πόσο η συναισθηματική νοημοσύνη και η πολιτική ικανότητα του διευθυντή σχολείου σχετίζονται με την ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας (τρόπο άσκησης ηγεσίας) και κατ’ επέκταση την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών του. Σημειώνεται ότι σε αυτή την έρευνα ως ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας εκλαμβάνονται οι ηγετικές συμπεριφορές του διευθυντή/τριας, μέσα από την υιοθέτηση ηγετικών στυλ.
Συγκεκριμένα, η έρευνα αυτή επιδίωξε να δώσει απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Σε ποιο βαθμό οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες των διευθυντών συσχετίζονται με την ακτίνα δράσης τους, δηλαδή το Παιδαγωγικό Στυλ, το Συμμετοχικό Στυλ, το Δομικό Στυλ, το Επιχειρηματικό Στυλ και το Στυλ Ανάπτυξης Προσωπικού;
2) Σε ποιο βαθμό οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες των διευθυντών συσχετίζονται με την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών τους;
3) Σε ποιο βαθμό οι συναισθηματικές ικανότητες του διευθυντή (π.χ. η ικανότητά του να αναγνωρίζει τα συναισθήματα των άλλων) συσχετίζονται με τις πολιτικές ικανότητες του (κοινωνική επίγνωση, διαπροσωπική επιρροή, ικανότητα δικτύωσης και φαινομενική ειλικρίνεια), αλλά και το αντίστροφο;
4) Σε ποιο βαθμό η ακτίνα δράσης του διευθυντή συσχετίζεται με την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών;
Προκειμένου να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές της ποσοτικής έρευνας. Έτσι, τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS και του προγράμματος EQS για την εξέταση του μοντέλου δομικών εξισώσεων. Η εξέταση αποσκοπούσε στον εντοπισμό του βαθμού συσχέτισης της συναισθηματικής νοημοσύνης και της πολιτικής ικανότητας, στην ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας και στην επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών του.
Η έρευνα διεξήχθη κατά τη σχολική χρονιά 2010-2011 σε δημόσια σχολεία της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μετά από σκόπιμη δειγματοληψία, αφού επιλέχθηκαν οι διευθυντές/τριες που εργάζονται σε δημοτικά σχολεία που στελεχώνονται από περισσότερους από έξι εκπαιδευτικούς, έγινε χορήγηση των ερωτηματολογίων. Το τελικό δείγμα αποτέλεσαν 182 διευθυντές/τριες δημοτικής εκπαίδευσης και 910 εκπαιδευτικοί. Για κάθε διευθυντή/τρια αντιστοιχούσαν πέντε εκπαιδευτικοί που εργάζονταν τη συγκεκριμένη σχολική χρονιά μαζί του. Οι διευθυντές/τριες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείτο από δύο κλίμακες που μετρούσαν: α) τη συναισθηματική νοημοσύνη (WLEIS, Wong & Law, 2002: in Greek, Kafetsios & Zampetakis, 2008) και β) την πολιτική ικανότητα (Political skill item pool, Ferris et al, 2005). Οι εκπαιδευτικοί συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείτο από δύο κλίμακες που μετρούσαν: α) την άσκηση ηγεσίας (School Leadership Questionnaire, Pashiardis & Brauckmann, 2009) και β) την επαγγελματική ικανοποίηση (Brayfield, A. & Rothe, H., 1951: An index of job satisfaction).
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της παρούσας έρευνας. Πρώτο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα είναι η ισχυρή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και την πολιτική ικανότητα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας νέας έννοιας της Συναισθηματικοπολιτικής Ικανότητας, η οποία είναι ο συνδυασμός συναισθηματικών και πολιτικών ικανοτήτων, που περιγράφουν καλύτερα τις κοινωνικές ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας διευθυντής/τρια προκειμένου να ενεργεί αποτελεσματικά και να επιτυγχάνει την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών του. Αυτό το σημαντικό εύρημα της έρευνας, μας οδηγεί στον ισχυρισμό ότι η Συναισθηματικοπολιτική ικανότητα ίσως να μπορεί να θεωρηθεί ως ένας σημαντικός
παράγοντας που θα συμβάλει στην αποτελεσματικότητα του διευθυντή/τριας και κατ’ επέκταση αυτές οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες να τον/την καταστήσουν πιο ικανό/ή να επιτύχει τη δέσμευση των υφισταμένων του/της. Οι διευθυντές/τριες οι οποίοι/ες όχι μόνο επιδεικνύουν επιθυμία για να εφαρμόσουν συναισθηματικοπολιτικές ικανότητες, αλλά και χρησιμοποιούν αυτές τις ικανότητες αποτελεσματικά, ίσως μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικοί, καθώς έχει προκύψει από την έρευνά μας ότι οι συγκεκριμένες ικανότητες σχετίζονται άμεσα με την ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας και ιδιαίτερα με το Επιχειρηματικό στυλ ηγεσίας που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη θετική δημόσια εικόνα του/της. Επιπρόσθετα, η Συναισθηματικοπολιτική ικανότητα των διευθυντών/τριών, όπως βρέθηκε από τα αποτελέσματά μας, συσχετίζεται θετικά με την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών και ίσως αυτό οφείλεται στο ότι αφιερώνουν αρκετό χρόνο και προσπάθεια για τη δημιουργία θετικών κοινωνικών σχέσεων στη δουλειά τους, προσπαθούν να δείχνουν γνήσιο ενδιαφέρον για τους άλλους, κατανοούν τι νιώθουν οι άλλοι πολύ καλά και είναι καλοί στη δημιουργία σχέσεων με σημαντικούς ανθρώπους του εργασιακού περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα, από την εξέταση του μοντέλου δομικών εξισώσεων, εξακριβώθηκε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη και η πολιτική ικανότητα του διευθυντή/τριας έχει θετική συσχέτιση με την ακτίνα δράσης του/της. Αυτό το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα δίνει το έναυσμα για περεταίρω μελέτη εκείνων των συναισθηματικοπολιτικών ικανοτήτων που θα ήταν επιθυμητό να διαθέτει ένας διευθυντής/τρια σχολείου προκειμένου να επιλέγει αποτελεσματικές συμπεριφορές διοίκησης ανάλογα με την περίσταση. Το εύρημα αυτό έχει πρακτική εκπαιδευτική αξία, διότι μέσα από τη χρήση της συναισθηματικής νοημοσύνης και της πολιτικής ικανότητας οι διευθυντές/τριες θα μεταχειρίζονται με δεξιοτεχνία τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με τέτοιο τρόπο που να οδηγούν τους εκπαιδευτικούς στη γρήγορη επίτευξη των συλλογικών στόχων του σχολείου. Οι αποτελεσματικοί ηγέτες είναι επιδέξιοι σε τρία ‘f’s: forming, facing and feeling public opinion (Pashiardis, 2009). Αυτό σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί ηγέτες θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από τη δεξιοτεχνία να μετασχηματίζουν, να αντιμετωπίζουν αλλά και να συναισθάνονται τη δημόσια γνώμη, προκειμένου να άγουν και όχι να άγονται από τη μάζα. Όλες αυτές οι δεξιότητες εμπερικλείονται στη συναισθηματική νοημοσύνη και την πολιτική ικανότητα. Αποτέλεσμα των ικανοτήτων αυτών είναι ο διευθυντής/τρια να αποτελεί πρότυπο για τους
εκπαιδευτικούς και να δημιουργεί κοινωνικά δίκτυα συνεργασίας, που προάγουν την αποτελεσματικότητα των υφισταμένων. Τα ευρήματα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η οργανωσιακή συμπεριφορά του διευθυντή/τριας σχολείου δημοτικής εκπαίδευσης ίσως παίζει σπουδαίο ρόλο στην αποτελεσματικότητα του σχολικού οργανισμού, επομένως θα έπρεπε να γίνεται η κατάλληλη επιμόρφωση των ατόμων που θα προαχθούν στη θέση αυτή.
Την ίδια στιγμή σε ό,τι αφορά στη συναισθηματική νοημοσύνη, την πολιτική ικανότητα του διευθυντή/τρια και την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, τα ευρήματα από την ανάλυση δηλώνουν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση των δύο πρώτων ικανοτήτων στην επαγγελματική ικανοποίηση. Επίσης, όταν η ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας λειτουργεί ως ενδιάμεση μεταβλητή, η θετική συσχέτιση των πιο πάνω μεταβλητών στην επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών αυξάνεται. Τα ερευνητικά δεδομένα ενισχύουν την κοινωνική σημασία του συγκεκριμένου συνδρόμου, χαρακτηρίζουν την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών ως ένα βασικό παράγοντα, ο οποίος συνδέεται με την αποτελεσματικότητα των σχολείων (Zigarreli, 1996). Η σημαντικότητα των αποτελεσμάτων μας έγκειται στο γεγονός ότι ο διευθυντής/τρια αποτελεί σύμφωνα με τους Norton και Kelly (1997) αλλά και Shann (1998), μία σημαντική πηγή ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας, έτσι καταδεικνύεται η ανάγκη οι διευθυντές/τριες σχολείων να έχουν αναπτυγμένες και να χρησιμοποιούν τόσο τη συναισθηματική νοημοσύνη, όσο και την πολιτική ικανότητά τους. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η σπουδαιότητα των ευρημάτων του συγκεκριμένου ερευνητικού ερωτήματος έγκειται στο ότι, είναι πολύ σημαντική η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, διότι συνδέεται με την ποιότητα και τη σταθερότητα του διδακτικού τους έργου (Perie et al., 1997). Επομένως, από τη στιγμή που η συμπεριφορά των διευθυντών/τριών αποτελεί σημαντική πηγή επαγγελματικής ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας των εκπαιδευτικών του, θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη η συναισθηματική νοημοσύνη και πολιτική ικανότητά του, όπως προέκυψε και από τα αποτελέσματα της έρευνάς μας.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι, μέσω της έρευνας αυτής, έγινε η προσαρμογή και μετάφραση της κλίμακας Political skill item pool (Ferris et al, 2005), στο κυπριακό συγκείμενο. Είναι το μοναδικό εργαλείο μέτρησης της πολιτικής ικανότητας που βρέθηκε στη διεθνή βιβλιογραφία και δεδομένου ότι βρέθηκε η πολιτική ικανότητα να έχει
θετική συσχέτιση με την ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας και την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο αυτοαξιολόγησης των διευθυντών/τριών, συμβάλλοντας στην αποτελεσματικότητα των διευθυντών/τριών και κατ’ επέκταση της σχολικής μονάδας.
Η πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας συνοψίζεται στο ότι δεν έχει εξευρεθεί ανάλογη έρευνα, η οποία να συσχετίζει τα αποτελεσματικά εκπαιδευτικά ηγετικά στυλ που πρότειναν οι Pashiardis και Brauckmann (2009) και της ικανοποίησης των εκπαιδευτικών από την εργασία τους με τις συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες των διευθυντών/τριών. Η μελέτη δηλαδή των τεσσάρων αυτών παραγόντων δεν έχει διενεργηθεί στο παρελθόν από άλλο ερευνητή. Το στοιχείο αυτό καθιστά την έρευνα πρωτότυπη και μοναδική στο χώρο της και προσθέτει ενδιαφέρουσες γνώσεις στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Η σημασία της παρούσας έρευνας, αλλά και η συμβολή της στην επιστήμη, καταδεικνύεται ακόμα από το γεγονός ότι πρόκειται για την πρώτη ερευνητική προσπάθεια που αναλαμβάνεται και η οποία επισημαίνει ότι οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες διαμόρφωσης αποτελεσματικών εκπαιδευτικών ηγετικών στυλ. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι, η σπουδαιότητα της παρούσας έρευνας έγκειται στο ότι μέσα από τη θεματολογία και μεθοδολογία της παρουσιάζει σε βάθος τις κοινωνικές ικανότητες (συναισθηματικές και πολιτικές) που πρέπει να διαθέτουν οι κύπριοι διευθυντές/τριες.
Όπως διαφάνηκε μέσα από την έρευνα αυτή, οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες των διευθυντών/τριών συσχετίζονται με τα αποτελεσματικά εκπαιδευτικά ηγετικά στυλ. Έτσι μπορούμε να πούμε, έστω με επιφύλαξη, ότι μπορούν να ενταχθούν στην γκάμα των χαρακτηριστικών των αποτελεσματικών κύπριων διευθυντών/τριών δημοτικών σχολείων. Μια τέτοια σχέση, αναδεικνύει τις κοινωνικές ικανότητες των διευθυντών/τριών ως ένα σημαντικό τομέα προς περαιτέρω διερεύνηση και θα μπορούν μελλοντικά να σχεδιαστούν πειραματικές ή και παρεμβατικές διαδικασίες για περαιτέρω εξέταση της περιοχής αυτής. Ακόμα, η σχέση των συναισθηματικών και πολιτικών ικανοτήτων των διευθυντών/τριών με τα αποτελεσματικά ηγετικά στυλ, όπως αυτή παρουσιάζεται με τις πολλαπλές μεθόδους συλλογής δεδομένων αποκαλύπτει παράλληλα τις ανάγκες και τις πιθανές αδυναμίες των διευθυντών/τριών στον τομέα των κοινωνικών ικανοτήτων, ώστε να αναπτυχθούν ανάλογα προγράμματα επιμόρφωσης και ανάπτυξης των
διευθυντικών στελεχών. Κάτι τέτοιο θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των σχολικών μονάδων, διότι όταν τα άτομα είναι γνώστες των συναισθημάτων τους, είναι πιο ικανά να τα διαχειρίζονται και να τα χρησιμοποιούν για να επηρεάσουν επιθυμητές αντιδράσεις των άλλων. Παράλληλα η Συναισθηματική Νοημοσύνη (ΣΝ) ευνοεί τις θετικές διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις (Argyle & Lu, 1990∙ Herkenhoff, 2004). Η ρύθμιση των συναισθημάτων μπορεί να προάγει ή να διευκολύνει την υιοθέτηση θετικών κοινωνικών στρατηγικών αλληλεπίδρασης (Cunningham, 1988∙ Furr & Funder, 1998∙ Langston & Cantor, 1989), όπως ευελιξία στον τρόπο σκέψης, θετική λήψη αποφάσεων κάτω από στρεσογόνες καταστάσεις και γενικά αποτελεσματικές κοινωνικές συμπεριφορές οι οποίες είναι απαραίτητες σε έναν εκπαιδευτικό οργανισμό.
Τέλος, η έρευνα αυτή θα αποτελέσει σημαντική ανατροφοδότηση για όσους φορείς ενδιαφέρονται για την εκπαιδευτική ηγεσία και μεταρρύθμιση, γιατί μπορεί να φωτίσει άγνωστες ως τώρα ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας αποτελεσματικός διευθυντής/τρια. Μια τέτοια γνώση είναι σημαντική, γιατί μέσα στα πλαίσια της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης αναμένεται ότι στο εγγύς μέλλον ο ρόλος του διευθυντή/τριας θα γίνει ακόμα πιο απαιτητικός και ο ίδιος θα επιφορτώνεται με περισσότερες ευθύνες και καθήκοντα. Οι συνεχείς αλλαγές στους οργανισμούς, υπονοούν ότι οι κοινωνικές ικανότητες γίνονται όλο και πιο αναγκαίες. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι οργανισμοί όλο και λιγότερο θα πρέπει να στηρίζονται σε γραφειοκρατικές και ιεραρχικές δομές. Έτσι, θεωρούμε ότι οι συναισθηματικές και πολιτικές ικανότητες του ηγέτη παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα του σχολικού οργανισμού, καθώς τα σχολεία στη σημερινή εποχή αποτελούν ανταγωνιστικά και πολύπλοκα περιβάλλοντα, τα οποία απαιτούν από τον εκπαιδευτικό ηγέτη να είναι ευέλικτος στις εξωτερικές και εσωτερικές απαιτήσεις, οργανωτικός και να εξισορροπεί την ανάγκη για αλλαγή με την εξασφάλιση σταθερότητας (Dougherty, 1996∙ Lewis,Welsh, Dehler, & Green, 2002).
Ολοκληρώνοντας, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας μας βοηθούν να επισημάνουμε ότι δύο σχετικά καινούριες έννοιες όπως η συναισθηματική νοημοσύνη και η πολιτική ικανότητα του διευθυντή/τριας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης, καθώς μέσα από τη δική μας έρευνα έχουν αναδειχθεί ως δύο πολύ σημαντικές μεταβλητές, οι οποίες έχουν άμεση επίδραση στην ακτίνα δράσης του διευθυντή/τριας και στην επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών. Επομένως, οι θεωρίες για την
αποτελεσματική ηγεσία ίσως χρειάζεται να αναθεωρηθούν και να εμπλουτιστούν, αφού λάβουν υπόψη τους και τις δύο πιο πάνω ικανότητες των ηγετών.