Η οργανωσιακή κουλτούρα στα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Κύπρου
Abstract
Εισαγωγή: Η κουλτούρα αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός οργανισμού. Ουσιαστικά αποτελεί το “ποιόν” του κάθε οργανισμού. Πιο πρακτικά, προσδιορίζει, τι είναι σωστό και τι λάθος, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι κατάλληλο και τι ακατάλληλο, τι είναι και τι δεν είναι επείγον ή αναγκαίο κ. ά.. Σε τελική ανάλυση, προσδιορίζει “τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα σε μια επιχείρηση” (“the way we do things around here”) (Μπουραντάς, 2005, 123). Όροι όπως αξίες, πιστεύω, φιλοσοφία, κώδικες συμπεριφοράς και επικοινωνίας φαίνεται να ταυτίζονται με τον όρο της οργανωσιακής κουλτούρας. Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ότι η επιθυμητή κουλτούρα σε κάθε οργανισμό γενικά, και ειδικότερα σε μια σχολική μονάδα, επηρεάζει την παραγωγικότητα των εκπαιδευτικών, την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών και γενικότερα την αποτελεσματικότητα της.
Στόχος: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η καταγραφή και μέτρηση της κουλτούρας που οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται ότι επικρατεί στις σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο, καθώς επίσης και ο εντοπισμός τυχόν αποκλίσεων που παρουσιάζει η υφιστάμενη κατάσταση από την κατάσταση που θα επιθυμούσαν μελλοντικά να ισχύει σε αυτές.
Μέθοδος: Η ερευνητική αυτή προσπάθεια διεξήχθη μεταξύ 8 Ιανουαρίου 2013 και 8 Φεβρουαρίου 2013. Διενεμήθησαν 200 ερωτηματολόγια, από τα οποία επεστράφησαν συμπληρωμένα 184 (92%). Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 55 άνδρες (29.9%) και 129 γυναίκες (70.1%). Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο OCAI (Organizational Culture Assessment Instrument), το οποίο αποτελεί το ποσοτικό εργαλείο μέτρησης της οργανωσιακής κουλτούρας και το οποίο βασίζεται πάνω στο “Θεωρητικό Πλαίσιο Ανταγωνιστικών Αξιών” (Competing Values Framework, CVF). Η στατιστική επεξεργασία έγινε με τη χρήση του προγράμματος SPSS, 19. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση του στατιστικού ελέγχου (t-test) και την ανάλυση διασποράς (ANOVA).
Αποτελέσματα: Η αντίληψη των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο αναδεικνύει ως επικρατέστερη υφιστάμενη κουλτούρα την “κουλτούρα της ιεραρχίας” (Μ.Ο.=31.28), ενώ ως επικρατέστερη επιθυμητή κουλτούρα την “κουλτούρα της οικειότητας” (Μ.Ο.=28.91). Επιπλέον η “κουλτούρα της αγοράς” (Μ.Ο.=26.72) φαίνεται να έχει σήμερα υψηλή παρουσία, ενώ η “κουλτούρα της καινοτομίας” (Μ.Ο.=26.78) φαίνεται να είναι από τους εκπαιδευτικούς η κατάσταση που θα επιθυμούσαν σε δεύτερο επίπεδο να επικρατήσει στις σχολικές μονάδες στα επόμενα χρόνια.
Συμπεράσματα: Η ερευνητική αυτή προσπάθεια μέτρησε την κουλτούρα των Εκπαιδευτικών Οργανισμών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κύπρο, τόσο σε υφιστάμενο, όσο και επιθυμητό επίπεδο. Το συμπέρασμα που εξάγεται από την έρευνα αυτή είναι ότι το σύνολο των εκπαιδευτικών που απασχολούνται σε δημόσια σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο, αντιλαμβάνονται ότι ο τύπος της κουλτούρας που επικρατεί σήμερα στα σχολεία τους είναι η κουλτούρα της ιεραρχίας. Τα Δημόσια Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης στην Κύπρο χαρακτηρίζονται επομένως από μια έντονη προσήλωση στην τήρηση κανόνων και διαδικασιών καθώς και άσκηση συγκεντρωτικής εξουσίας, και σε μικρότερο βαθμό από την επικράτηση ενός φιλικού κλίματος εργασίας. Ταυτόχρονα καταγράφεται και μία τάση για επιθυμία λήψης καινοτομικών πρωτοβουλιών.
Αναφορικά τώρα με την κατάσταση που οι εκπαιδευτικοί θα επιθυμούσαν να επικρατεί στα σχολεία τα επόμενα χρόνια, η κουλτούρα οικειότητας δηλώνεται ως η επικρατέστερη επιθυμητή κατάσταση. Σε αρκετά μεγάλο βαθμό δηλώνεται ως επιθυμητή κουλτούρα, η καινοτομία, ενώ η ιεραρχία και η αγορά δηλώνονται από τους εκπαιδευτικούς ως οι λιγότερο επιθυμητοί τύποι κουλτούρας. Επομένως οι εκπαιδευτικοί επιθυμούν περισσότερη κουλτούρα οικειότητας και καινοτομίας, ενώ επιθυμούν λιγότερη κουλτούρα αγοράς και ιεραρχίας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για λήψη μέτρων από τους αρμόδιους φορείς, με στόχο την αύξηση της απόδοσης των εκπαιδευτικών, την επίδοση των μαθητών και γενικότερα την αποτελεσματικότητα του δημόσιου σχολείου. Επιπλέον οι στόχοι αυτοί καθιστούν χρήσιμη την ευρύτερη και αναλυτικότερη διερεύνηση των παραμέτρων εκείνων οι οποίες προκαλούν τις διαφοροποιήσεις των εκπαιδευτικών αναφορικά με την σχολική κουλτούρα.