Νομιμοποίηση εσόδων απο παράνομες δραστηριότητες (Money Laundering) - Τραπεζική πρακτική και προσέγγιση του ζητήματος τα τελευταία χρόνια
Abstract
Σκοπός της εν λόγω μεταπτυχιακής διατριβής είναι να σκιαγραφήσει πλήρως, με σαφή, επιστημονικό και εμπεριστατωμένο τρόπο, το θεσμοθετημένο νομοθετικό πλαίσιο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ευρέως γνωστό ως «ξέπλυμα χρήματος», όπως αυτό ανακύπτει από τις επιταγές των ελεγκτικών αρχών σε διεθνές, κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, και παράλληλα να αναδείξει την τάση μεταστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα, προς μια εντατικότερη και αυστηρότερη τήρηση των πολιτικών καταπολέμησης του φαινομένου. Από μεθοδολογικής απόψεως, στο θεωρητικό σκέλος της διατριβής, παρατίθενται αρχικά οι εννοιολογικοί ορισμοί του «ξεπλύματος χρήματος», το ιστορικό του υπόβαθρο, οι εκτιμήσεις των ποσοτικών μεγεθών του σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και ο μικροοικονομικός και μακροοικονομικός αντίκτυπός του στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Εν συνεχεία, η διατριβή εμβαθύνει στα μοντέλα “money laundering”, που απαντώνται στη διεθνή βιβλιογραφία, με επίκεντρο τις τεχνικές και τις διαδικασίες του «Αμερικανικού Μοντέλου Τριών Φάσεων». Κατόπιν, παρατίθεται μία πλήρης και χρονολογικά δομημένη απεικόνιση του νομοθετικού πλαισίου της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, έχοντας ως αφετηρία τις διεθνείς και κοινοτικές δράσεις της τελευταίας 20ετίας, μέχρι την ενσωμάτωση των δράσεων αυτών στην ελληνική νομοθεσία και τη σταδιακή εναρμόνιση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα με τα νέα δεδομένα. Η εναρμόνιση αυτή, αναδεικνύεται εμφανώς και από τα ευρήματα της εμπειρικής μελέτης, η οποία επιβεβαιώνει την τάση μεταστροφής που αναφέρθηκε αρχικώς. Συμπερασματικά, αυτό που απορρέει από την εν λόγω διατριβή, είναι το γεγονός ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και η ελληνική πολιτεία, παρά τη διστακτικότητα εφαρμογής της νομοθεσίας, που επέδειξαν κατά πρώτα χρόνια θέσπισής της, πιθανή απόρροια του ελληνικού ελλείμματος διακυβέρνησης, σήμερα πλέον δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ανεχθούν φαινόμενα, που εμπίπτουν στις διατάξεις του “money laundering”, κατανοώντας πλήρως την αναγκαιότητα τήρησης του κανονιστικού πλαισίου.