Η ένταξη των εννοιών της απώλειας και του πένθους στη δημοτική εκπαίδευση
Abstract
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της αντίληψης των παιδιών για τις
έννοιες της απώλειας και του πένθους μέσα από ένα παρεμβατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Συγκεκριμένα, μελετήθηκε ο βαθμός στον οποίο η ένταξη των εννοιών αυτών στο Δημοτικό
Σχολείο μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιλαμβάνονται και
αξιολογούν τις έννοιες αυτές, καθώς και η επίδραση του παρεμβατικού προγράμματος στα
συναισθήματα και στη συμπεριφορά των παιδιών. Λόγω του ότι δεν έχουν καταγραφεί
έρευνες επί του συγκεκριμένου θέματος, η βιβλιογραφική ανασκόπηση της έρευνας
εστιάστηκε στον τρόπο με τον οποίο η Φιλοσοφία, οι θρησκείες, η Ψυχολογία, η
Κοινωνιολογία και η Παιδαγωγική προσεγγίζουν τις έννοιες της απώλειας και του πένθους.
Μέθοδο συλλογής των δεδομένων αποτέλεσε η Εκπαιδευτική Έρευνα Δράσης, η οποία
κρίθηκε σκόπιμο να εφαρμοστεί και δοκιμαστικά. Στην τελική φάση της έρευνας, την κύρια
ερευνητική ομάδα αποτέλεσαν 16 παιδιά Ε΄ τάξης Δημοτικού Σχολείου και η εκπαιδευτικός
της τάξης. Οι περιορισμοί της έρευνας αφορούσαν στη φύση της Εκπαιδευτικής Έρευνας
Δράσης και στην ευαισθησία που απαιτεί η προσέγγιση του θέματος.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι τα παρεμβατικά μαθήματα επέδρασαν
θετικά στο να αντιληφθούν τα παιδιά τις έννοιες της απώλειας και του πένθους, βελτίωσαν τη
λεκτική επικοινωνία των παιδιών στις συζητήσεις γύρω από τα θέματα αυτά, χωρίς ωστόσο
να καταγράφονται λιγότερες μη λεκτικές συμπεριφορές αμηχανίας, και, μέσω αυτών, τα
παιδιά διαμόρφωσαν μια στάση υποστηρικτική ως προς τα άτομα που πενθούν. Φάνηκε
επίσης ότι το ταμπού του θανάτου εξακολουθεί να υφίσταται, με την έννοια ότι ο θάνατος
και οι έννοιες που άπτονται αυτού αποτελούν θέματα που η συζήτησή τους με τα παιδιά,
αποφεύγεται συστηματικά. Έτσι, τα παιδιά δεν προετοιμάζονται για την πραγματική εμπειρία
ενός αποχωρισμού, αλλά ούτε και για το μοίρασμα της εμπειρίας αυτής. Η εφαρμογή της
συγκεκριμένης παρέμβασης έδειξε ότι τα παιδιά, μέσα από ένα καλά δομημένο πρόγραμμα,
μπορούν όντως να βοηθηθούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να μοιραστούν τις
προσωπικές τους εμπειρίες. Η ανάγκη τους δε για αυτό το μοίρασμα υπερνικά την όποια
αμηχανία τους. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι, τα παιδιά της ηλικίας των 10-11 χρόνων,
είναι σε θέση να κατακτήσουν εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες που απαιτούνται για να
οργανώσουν και να προτείνουν μια δράση με σκοπό να προσφέρουν συμπαράσταση σε
κάποιο άτομο που πενθεί σεβόμενα τη διαφορετικότητα του τρόπου με τον οποίο μπορεί
κανείς να περνά το πένθος του. Μπορούν επίσης, εφόσον το διδαχθούν, να επιλέγουν στους
τρόπους συμπαράστασής τους όχι μόνο τη λεκτική οδό αλλά, συνυπολογίζοντας τη σχέση
που τους συνδέει με το άτομο που πενθεί, να συμπαραστέκονται και μη λεκτικά.
Μέσα από την έρευνα επισημάνθηκε επίσης ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι που
επιβάλλουν τη συζήτηση των εννοιών της απώλειας και του πένθους με τα παιδιά. Οι
κυριότεροι είναι το έντονο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν τα παιδιά για εμβάθυνση σε
σχετικές συζητήσεις, η ημιμάθεια τους σχετικά με τις έννοιες, το αναπόφευκτο της εμπειρίας
της απώλειας και του πένθους, καθώς και το γεγονός ότι, όντως, τα παιδιά μετέχουν στην
απώλεια και στο πένθος. Οι παραπάνω λόγοι υπογραμμίζουν ότι η συζήτηση περί ένταξης
της Εκπαίδευσης για το Θάνατο στη Δημοτική Εκπαίδευση των παιδιών θα ήταν χρήσιμο να
γίνει άμεσα και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα στη συνειδητοποίηση του θανάτου ως
κομμάτι του κύκλου της ζωής, κάτι που η σύγχρονη κοινωνία τείνει να ξεχνά.
Η ανατροφοδότηση από τους συμμετέχοντες στην όλη ερευνητική διαδικασία ήταν
ενθαρρυντική και οι όποιοι προβληματισμοί αφορούσαν περισσότερο στην εμπιστοσύνη που
θα πρέπει να εμπνέει ο/η εκπαιδευτικός που εφαρμόζει ένα τέτοιο πρόγραμμα, καθώς και το
περιεχόμενο του προγράμματος. Οι γονείς και η Διεύθυνση του σχολείου φάνηκε ότι
αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα εφαρμογής τέτοιων προγραμμάτων και επιθυμούν και τη
δική τους ενεργό εμπλοκή σε αυτά. Επιπρόσθετα φάνηκε ότι η απώλεια και το πένθος είναι
θέματα που δε συζητούνται στο σπίτι, αν και είναι κάτι που τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά
θα επιθυμούσαν να γίνεται. Τα παρεμβατικά μαθήματα αυτού του είδους μπορούν να
αποτελέσουν το έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση περιορίζοντας κατά πολύ τη
συναισθηματική φόρτιση που δυνατό να προκληθεί.
Για να δοθούν λύσεις σε διλήμματα που αναφύονται από την ένταξη εννοιών που
άπτονται του θανάτου, αλλά και για να μπορέσει η ένταξη τέτοιων συζητήσεων να
εδραιωθεί, απαιτείται περαιτέρω γνώση και εμπειρία που θα προκύψει από μια μακρά
ερευνητική πορεία. Μια πορεία που θα καλύψει μια σειρά εφαρμογών Έρευνας Δράσης,
μέσω της οποίας θα ανακύψουν, ενδεχομένως, και άλλα διλήμματα, αλλά και θα οδηγήσει
στην καταγραφή καλών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές θα μπορούν να υιοθετηθούν αφού
προσαρμοστούν από τους εκπαιδευτικούς σε διαφορετικά συγκείμενα, είτε αυτά αφορούν
διαφορετικές βαθμίδες της εκπαίδευσης είτε διαφορετικές κουλτούρες και κοινωνίες. Η
ερευνητική αυτή πορεία καλείται να καλύψει επιπρόσθετα και τις στάσεις των
εκπαιδευτικών, οι οποίοι/ες θα κληθούν να τα εφαρμόσουν. Τα αποτελέσματα αυτής της
μελέτης δείχνουν επίσης ότι θα ήταν χρήσιμη η χάραξη σχετικής εκπαιδευτικής πολιτικής και
πρακτικής η οποία να εντάσσει την Εκπαίδευση για το Θάνατο στα Αναλυτικά Προγράμματα
της Παιδείας.