Οι εμπειρίες, τα κίνητρα και οι αντιλήψεις των δοτών νεφρού στην Κύπρο
Abstract
Εισαγωγή: Η μεταμόσχευση νεφρού από ζώντα δότη αποτελεί την καλύτερη θεραπεία για τους ασθενείς που πάσχουν από τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια. Οι δότες, όμως, έχουν να αντιμετωπίσουν ποικίλα προβλήματα όπως σωματικά, ψυχολογικά και κοινωνικά τόσο πριν όσο και μετά τη μεταμόσχευση.
Σκοπός: Σκοπός της εργασίας είναι να διερευνήσει τα βιώματα, τις εμπειρίες, τα κίνητρα και τις αντιλήψεις, ελληνοκυπρίων που έχουν δωρίσει τον νεφρό τους.
Δείγμα και μέθοδος: Για τη διεκπεραίωση της εργασίας χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική μεθοδολογία. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 15 ελληνοκύπριοι δότες νεφρού, οι οποίοι εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας. Στο χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 έγιναν συνεντεύξεις με τους δότες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός νοσοκομείου στη Λευκωσία.
Αποτελέσματα: Γενικά, η δωρεά νεφρού για τους δότες στην Κύπρο ήταν μια ευχάριστη εμπειρία ζωής. Οι δότες φαίνεται ότι έχουν καλή υγεία, τόσο σωματική όσο και ψυχολογική, μετά την αφαίρεση του νεφρού τους. Παράλληλα, δεν έχει διαπιστωθεί κάποια αλλαγή όσον αφορά στην ταυτότητά τους, στο σώμα τους, στην κοινωνική και επαγγελματική τους δραστηριότητα και γενικότερα στις σχέσεις τους μετά τη μεταμόσχευση. Οι σημαντικότεροι λόγοι που τους ώθησαν να δωρίσουν τον νεφρό τους είναι: η συγγενική υποχρέωση, το αποτέλεσμα της ‘οικογενειακής διαπραγμάτευσης’, η ταλαιπωρία και η επικίνδυνη κατάσταση της υγείας του λήπτη, η αποτυχία ανεύρεσης πτωματικού δότη, η προσωπική αντίληψη ότι η ‘νεφρεκτομή είναι μια χειρουργική επέμβαση σαν τις άλλες’ με μηδαμινές συνέπειες για τη ζωή τους και ο αλτρουισμός. Φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο έχει κατασκευαστεί μια «κουλτούρα κανονικοποίησης», που καλλιέργησε στην κοινωνία ότι η μεταμόσχευση νεφρού οδηγεί τον λήπτη πίσω στην «κανονική» του ζωή . Η προετοιμασία του δότη, σωματική και ψυχολογική, για την τελική αφαίρεση του νεφρού του γινόταν με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον άμεσα, μετεγχειρητικά ο δότης να βρίσκεται προ εκπλήξεως από τους έντονους πόνους και τη μεγάλη τομή της χειρουργικής επέμβασης, γι αυτό και το στάδιο αυτό στη μεταμόσχευση έχει αναφερθεί ως το δυσκολότερο.
Συμπέρασμα: Η παρούσα έρευνα ίσως αποτελέσει σημαντικό εργαλείο τόσο για το νεοσύστατο συμβούλιο μεταμοσχεύσεων όσο και για όσους ασχολούνται με τις μεταμοσχεύσεις οργάνων στην Κύπρο. Στόχος πρέπει να είναι όχι μόνο η αύξηση της ποσότητας των μεταμοσχεύσεων, αλλά και της ποιότητας, που θα περιλαμβάνει την προστασία και στήριξη των δοτών σε όλα τα επίπεδα (νομικά, ψυχολογικά, πρακτικά κ.τ.λ.) τόσο πριν όσο και μετά την μεταμόσχευση. Θα ήταν χρήσιμο να γίνουν και άλλες ποιοτικές μελέτες στον χώρο της υγείας στην Κύπρο, μέσα από τις οποίες μπορούν να αντληθούν πληροφορίες που θα συμβάλουν στην αύξηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.