Ο ρόλος της γλώσσας στη σχολική επίδοση: Αντιλήψεις και στάσεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα
Προβολή/ Άνοιγμα
Ημερομηνία
2013-02-25Συγγραφέας
Μικρογιαννάκη, Ιωάννα
Μεταδεδομένα
Εμφάνιση πλήρους εγγραφήςΕπιτομή
Η συμβολή του γλωσσικού κεφαλαίου, ως θεμελιώδους μέρους του πολιτιστικού κεφαλαίου, στη διατήρηση και αναπαραγωγή των ανισοτήτων στον εκπαιδευτικό θεσμό έχει ερμηνευτεί και υποστηριχτεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης και την Κοινωνιογλωσσολογία εδώ και πέντε δεκαετίες. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι τα πορίσματα αυτών των επιστημονικών κλάδων, αν και έχουν άμεσο αντίκτυπο και εφαρμογή στο χώρο του σχολείου, δε διαχέονται στους βασικούς αποδέκτες, τους εκπαιδευτικούς. Ο σχολικός θεσμός μέσω των φορέων του, των εκπαιδευτικών, εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως γνώμονα για να μετρήσει επιδόσεις, να αξιολογήσει στάσεις και συμπεριφορές και να αποδώσει τίτλους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την άνιση, πλην καθοριστική σε υπερθετικό βαθμό, γλωσσική κληρονομιά των μαθητών/τριών. Ως εκ τούτου, οι κοινωνικές διαφορές μεταφράζονται σε αντίστοιχες σχολικές, οι οποίες νομιμοποιημένες μέσω των σχολικών τίτλων ορίζουν εκ νέου κοινωνικές διαφοροποιήσεις, που «ως εκ θαύματος» ή «φυσικά» αντιστοιχούν στις πρωταρχικές, γενεσιουργές ανισότητες. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η σχολική αποτυχία των παιδιών που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα εξακολουθεί να μετρά υψηλά ποσοστά στις εκπαιδευτικές έρευνες, η διερεύνηση των αντιλήψεων και των στάσεων των ελλήνων δασκάλων για το ρόλο της γλώσσας στη σχολική επίδοση μέσα από το πρίσμα του κοινωνιολογικού βλέμματος παραμένει επίκαιρη.
Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα της παρούσας έρευνας εστιάζουν στην ανάδειξη των στάσεων και των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών ως προς τη σχέση του γλωσσικού κεφαλαίου με την επίδοση, καθώς και στις απόψεις τους για την συντηρητική και αναπαραγωγική λειτουργία του σχολικού θεσμού και του ρόλου που οι ίδιοι καλούνται να υπηρετήσουν. Η μεθοδολογία που προτείνεται χρησιμοποιεί τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα που δίνει ο σύγχρονος συνδυασμός των ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων. Για το λόγο αυτό, η έρευνα διαρθρώνεται σε τρία επάλληλα μέρη. Τα ποσοτικά δεδομένα που προκύπτουν από τις δύο επιμέρους έρευνες με ερωτηματολόγια στους/στις μαθητές/τριες και στους/στις εκπαιδευτικούς στοχεύουν στην ευρεία θεώρηση του θέματος στη σημερινή πραγματικότητα. Αυτά στη συνέχεια χρησιμοποιούνται και συνδέονται οργανικά με το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των εις βάθος ποιοτικών συνεντεύξεων που ακολουθούν και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας, ώστε να μελετηθούν στην ολότητά τους οι παγιωμένες στάσεις και αντιλήψεις των εκπαιδευτικών ως υποκειμένων που διαμορφώθηκαν και αναδιαμορφώνονται συνεχώς εντός των
4
επιδράσεων του σχολικού πεδίου του οποίου είναι παράγωγα. Τέλος, η σφαιρική επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων αναδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να αγνοούν ή να παραγνωρίζουν τη σοβαρότητα που ενέχει η σύνδεση της γλώσσας του παιδιού ως οικογενειακής καταβολής με την επιτυχία ή αποτυχία του στο σχολικό σύστημα, παρόλο που μπορούν να την επικαλούνται και να την περιγράφουν επαρκώς. Έτσι, η αγνόηση ή η παραγνώριση αυτή καθαυτή φαίνεται να συμβάλλει στην εδραίωση του σχολείου ως συντηρητικού μηχανισμού και να επιτείνει την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων.