Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος (ΕΛΛ+ ΑΓΓ) / Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος (ΕΛΛ) / Environmental Conservation and Management (in Greek and English)http://hdl.handle.net/11128/32262024-03-28T10:12:32Z2024-03-28T10:12:32ZFacilitation interactions in dryland ecosystems of Cyprus, based on Ziziphus lotusConstantinou, Elenahttp://hdl.handle.net/11128/57292024-01-29T22:00:44Z2023-10-01T00:00:00ZFacilitation interactions in dryland ecosystems of Cyprus, based on Ziziphus lotus
Constantinou, Elena
Drylands cover ca. 40% of the Earth’s land surface. Positive interactions between nurse plants and their facilitated species are highly present in these habitats, where water availability is the key limiting factor for plant productivity. Plant communities characterized by a network-like structure have been observed in various ecosystems. However, it is unknown if facilitation governs the structure of phryganic plant communities, which adult species are effective as facilitators, and which species are more dependent on facilitation. To answer this, we assessed the percentage of young plants under the canopy of adult species compared to open ground and the presence of a nested pattern, in a 0.136 km2 experimental site. Phryganic plant communities with Ziziphus lotus, in Cyprus, are characterized by a non-random, nested pattern exhibiting high NODF values (p<0.001). Ziziphus lotus, Thymus capitatus, and Noaea mucronata are the main facilitators in the community. Asparagus stipularis, Phagnalon rupestre, Noaea mucronata, and Sarcopoterium spinosum proved to be highly dependent on nurses. For such ecosystems to retain productivity and biodiversity, would be valuable to identify/promote keystone plant species that (i) have developed strategies to more efficiently utilize moisture resources not easily accessible and (ii) improve moisture conditions for neighboring plants. The very deep-rooted Ziziphus lotus, considered an ecosystem engineer, is one such example. However, it is not known which biotic traits: (a) canopy interception of moisture/rainfall, (b) hydraulic redistribution of deep ground moisture by roots, or non-biotic factors: (c) soil’s volume, and (d) organic matter content, Z. lotus activates/modulates to play such a role. We, thus, selected dryland ecosystems where the plant dominates and measured for potential effects on the less deep-rooted Thymbra capitata. For assessing impacts on ecosystem productivity, we measured the spatial aggregation of ca. 3600 T. capitata plants. As a proxy for soil moisture availability (SMA) and its spatial variability, we conducted a seven-year-long study using thymes’ nighttime rehydration. Sampling extended up to 15m away from Z. lotus. The density of T. capitata plants growing up to 5m around Z. lotus vs. thymes growing 10–15m away was found significantly increased (2.5 to 4.5 times), while their stem/leaf moisture was ca. 10% higher at predawn compared to nightfall during the dry season. This suggests that ecosystem productivity is driven by a greater SMA around Z. lotus permitting more thyme daytime transpiration, in contrast to thymes growing further away. The phenomenon appeared only under dry topsoil (during the dry season; becoming stronger during dry climatic years). Nor did morning dew/rainfall interception from the canopy or soil depth/organic matter show significant effects, leaving only the hydraulic lift (HL) properties of Z. lotus as the most likely driver for SMA. Density and stem moisture for thymes growing near Z. lotus do not seem to be significantly affected by topography. Thus, the deep-rooting properties and HL potential of Z. lotus may be the key to enabling it to boost ecosystem productivity. Knowing species interactions and the traits that form them will allow us to better understand how biodiversity in the phryganic communities is shaped. This way we will be able to apply this knowledge to restore species and ecosystem functions.
Includes bibliographical references.
2023-10-01T00:00:00ZΟ ρόλος των Μεσογειακών οπωρώνων στην παροχή οικοσυστημικών υπηρεσιώνΙωαννίδου, Σωτηρούλαhttp://hdl.handle.net/11128/55332023-07-03T21:00:39Z2023-06-01T00:00:00ZΟ ρόλος των Μεσογειακών οπωρώνων στην παροχή οικοσυστημικών υπηρεσιών
Ιωαννίδου, Σωτηρούλα
Η παρούσα έρευνα εστιάζει στη δυναμική σχέση ανάμεσα στις γεωργικές πρακτικές (ΓΠ) και τις παρεχόμενες οικοσυστημικές υπηρεσίες (ΟΥ) σε δυο καλλιεργητικά συστήματα, συμβατικής και βιολογικής γεωργίας 52 οπωρώνων στην Κύπρο. Η επιλογή των γεωργικών πρακτικών χαρακτηρίζει τον τρόπο άσκησης της γεωργίας στους οπωρώνες, αλλά παράλληλα αυτές αλληλοεξαρτώνται με το ευρύτερο περιβάλλον και επιδρούν στις παρεχόμενες οικοσυστημικές υπηρεσίες παροχής, ρύθμισης, αλλά και πολιτιστικές υπηρεσίες. Η μορφή των γεωργικών πρακτικών (βιολογική-συμβατική) και η ένταση εφαρμογής τους στους οπωρώνες επιφέρει μεταβολές στην ισορροπία των αγροοικοσυστημάτων και στις σχετικές οικοσυστημικές υπηρεσίες. Συχνά οι αυξημένες εισροές χημικών και φυσικών πόρων αντανακλούν σε μείωση των παρεχόμενων Οικοσυστημικών Υπηρεσιών, γεγονός το οποίο είναι μετρήσιμο σε πρώτο χρόνο με τη ποσοτικοποίηση περιβαλλοντικών και άλλων παραμέτρων.
Για τον εντοπισμό των πιο πάνω επιδράσεων και συνδέσεων αναπτύχθηκαν δυο ενοποιητικά πλαίσια ως εξής: το πρώτο πλαίσιο συνέδεσε τις ασκούμενες ΓΠ, τις εδαφικές ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των οπωρώνων με τις ΟΥ, ενώ το δεύτερο τοποθέτησε τις ΟΥ στους οπωρώνες στο πλέγμα Νερού-Ενέργειας-Τροφής-Κλίματος (ΝΕΤΚ), με τη χρήση των βασικών περιβαλλοντικών δεικτών (αποτύπωμα άνθρακα, αποτύπωμα νερού, ένταση χρήσης ενέργειας και παραγωγικότητα οπωρώνων). Στη συνέχεια και για τα δυο πλαίσια, οι υπό μελέτη οπωρώνες αξιολογήθηκαν ως προς την ικανότητα τους για στήριξη των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Επιπρόσθετα με την εφαρμογή και σύγκριση έξι μεθόδων οι οποίες βασίζονταν σε αλλομετρικές εξισώσεις, εκτιμήθηκε η ικανότητα δέσμευσης CO2 από μικτούς οπωρώνες.
Τα κύρια αποτελέσματα της μελέτης συνοψίζονται ως εξής:
- Οι βιολογικοί μικτοί οπωρώνες παρουσιάζουν αυξημένο δυναμικό υποστήριξης των ΟΥ, ενώ οι συμβατικοί οπωρώνες δύνανται με τροποποιήσεις των εφαρμοζόμενων ΓΠ να παρέχουν επίσης ικανοποιητικό δυναμικό υποστήριξης ΟΥ.
- Οι βιολογικοί οπωρώνες ακρόδρυων παρουσίασαν υψηλότερη ικανότητα παροχής ΟΥ, έναντι συμβατικών οπωρώνων ακρόδρυων, αλλά και έναντι βιολογικών και συμβατικών οπωρώνων πυρηνοκάρπων, κατά τη σύνδεση των βασικών παραμέτρων του πλέγματος ΝΕΤΚ με τις ΟΥ στην περίπτωση των μικτών οπωρώνων.
- Οι βιολογικοί μικτοί οπωρώνες είναι ιδανικοί για τη μετάβαση σε μειωμένες ή μηδενικές εκπομπές άνθρακα και τη βιώσιμη χρήση νερού και ενέργειας στη γεωργία. Σε σχέση όμως με την επισιτιστική ασφάλεια, τα συστήματα αυτά έχουν χαμηλότερη προσφορά τροφής από ότι οι συμβατικοί οπωρώνες.
- Τα αποτελέσματα ποσοτικοποίησης της δέσμευσης άνθρακα (CO2seq) στη βιομάζα δέντρων σε 49 μικτούς οπωρώνες, για έξι διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού, υπέδειξαν διαφορές μεταξύ των εφαρμοζόμενων μεθόδων. Η έρευνα αυτή, τονίζει την ανάγκη κατασκευής αλλομετρικών εξισώσεων που να βασίζονται στο είδος και στη γεωγραφική περιοχή. Οι γενικευμένες δασικές αλλομετρικές εξισώσεις δεν εφαρμόζονται σε μικτούς οπωρώνες καθώς υποεκτιμούν τη βιομάζα και τη δέσμευση άνθρακα σε σχέση με τις εξισώσεις οπωροφόρων ειδών.
Πέρα από τα βασικά ευρήματα, η παρούσα μελέτη επιτρέπει την ταχεία σύνδεση των γεωργικών πρακτικών και του πλέγματος ΝΕΤΚ με τις οικοσυστημικές υπηρεσίες και εκτίμηση της ικανότητας των βιολογικών και συμβατικών οπωρώνων να συμβάλουν στην υποστήριξη της περιβαλλοντικής υγείας των αγροοικοσυστημάτων. Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι σημαντικά για την διαχείριση μικτών οπωρώνων και την υιοθέτηση γεωργικών πρακτικών με δυνατότητα υποστήριξης οικοσυστημικών υπηρεσιών και συμβολής τους στον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.
2023-06-01T00:00:00ZΑνάπτυξη και σύγκριση μεθόδων αξιολόγησης του ενεργειακού σχεδιασμού της Κύπρου στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξηςΤσάγγας, Μιχαήλhttp://hdl.handle.net/11128/55322023-07-03T21:00:41Z2022-09-01T00:00:00ZΑνάπτυξη και σύγκριση μεθόδων αξιολόγησης του ενεργειακού σχεδιασμού της Κύπρου στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης
Τσάγγας, Μιχαήλ
Ο αειφόρος ενεργειακός σχεδιασμός έχει ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας. Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και οι άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς και η οικονομική και κοινωνική διάσταση που συνδέονται με την διαθεσιμότητα, παραγωγή αλλά και χρήση της ενέργειας, επιτάσσουν κάθε οργανισμός ή κράτος να διαθέτει ένα αποτελεσματικό στρατηγικό σχέδιο για την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα διατριβή εξετάζει δύο εναλλακτικές μεθόδους αξιολόγησης της αειφορίας του ενεργειακού σχεδιασμού, που έχουν σχεδιαστεί και αξιοποιεί τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους για την περίπτωση της Κύπρου, για να δώσει απαντήσεις σε ερευνητικά ερωτήματα που έχουν τεθεί και να διατυπώσει συμπεράσματα και εισηγήσεις.
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους βασικούς όρους και ορισμούς που σχετίζονται με την ενέργεια και τους ενεργειακούς πόρους και αναλύεται το υπόβαθρο, το αντικείμενο, η αναγκαιότητα και ο σκοπός της έρευνας. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια συστηματική ανασκόπηση και ανάλυση της βιβλιογραφίας που αφορά την αξιολόγηση της αειφορίας του ενεργειακού σχεδιασμού και τις προσεγγίσεις, τις μεθόδους, τα κριτήρια και τους δείκτες που χρησιμοποιούνται σε δημοσιευμένα άρθρα που εντοπίζονται σχετικά με το θέμα. Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει μία συνοπτική παρουσίαση των σύγχρονων επιταγών και τάσεων για στρατηγικό ενεργειακό σχεδιασμό και σχετικές πολιτικές διεθνώς και ανάλυση της κατάστασης και των δεδομένων σχετικά με την ενέργεια και την ενεργειακή πολιτική για την Κύπρο.
Κατόπιν στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η ύλη και η μέθοδος για την παρούσα έρευνα. Διατυπώνονται τα επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα και οι ερευνητικές υποθέσεις. Επεξηγούνται οι δύο εναλλακτικές μέθοδοι αξιολόγησης της αειφορίας που έχουν σχεδιαστεί και θα εφαρμοστούν, καθώς και ο τρόπος εφαρμογής τους. Η μία μέθοδος χρησιμοποιεί την προσέγγιση της πολυκριτηριακής μεθόδου Ιεραρχικής Ανάλυσης Αποφάσεων για την ιεραρχική δόμηση του προβλήματος αξιολόγησης, συνδυάζει τις μεθόδους ανάλυσης PESTEL (Political, Economic, Social, Technical, Environmental, Legal) και SWOT (Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats) για τον εντοπισμό δεικτών αειφορίας και τους ποσοτικοποιεί με βάση μία διαδικασία που επίσης βασίζεται στη μέθοδο Ιεραρχικής Ανάλυσης Αποφάσεων, χρησιμοποιώντας συγκριτικές αξιολογήσεις ειδικών. Η άλλη μέθοδος προτείνει μία προσέγγιση, που βασίζεται στη διαδικασία ετοιμασίας μίας μελέτης Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής για τον καθορισμό δεικτών αειφορίας, οι οποίοι λαμβάνουν μέγεθος βάση εκτιμήσεων από ειδικούς. Η δοκιμή των μεθόδων
προτείνεται να γίνει με την εφαρμογή τους για εναλλακτικά σενάρια ενεργειακού σχεδιασμού, ενώ προτείνεται και η σύγκριση τους βάση πολλαπλών κριτηρίων.
Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται εκτενώς τα αποτελέσματα της εφαρμογής των δύο μεθόδων. Αναλύονται τα τρία εναλλακτικά σενάρια ενεργειακού σχεδιασμού και εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων για την Κύπρο για τα οποία γίνεται εφαρμογή, οι δείκτες αειφορίας που προέκυψαν βάση της ανάλυσης για την κάθε μέθοδο και τα μεγέθη των δεικτών, όπως υπολογίστηκαν, βάση των δεδομένων που συλλέχθηκαν με ερωτηματολόγια για την κάθε μία και το κάθε σενάριο. Επίσης παρατίθενται τα αποτελέσματα σύγκρισης που αναδεικνύουν την μέθοδο συνδυασμού PESTEL-SWOT με την Ιεραρχική Ανάλυση Αποφάσεων ως την καταλληλότερη. Τέλος, το έκτο κεφάλαιο περιέχει μία εκτενή συζήτηση των ευρημάτων, συμπεράσματα και εισηγήσεις. Ένα προγραμματισμένο σενάριο λήψης μέτρων για περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας φαίνεται να είναι το πλέον αειφόρο για την Κύπρο.
Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.
2022-09-01T00:00:00ZΟι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί στο κυπριακό γίγνεσθαιΒαρνάβα Τέλλο, Άντρηhttp://hdl.handle.net/11128/55312023-07-03T21:00:45Z2022-09-01T00:00:00ZΟι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί στο κυπριακό γίγνεσθαι
Βαρνάβα Τέλλο, Άντρη
Εισαγωγή: Οι έντονες διαμάχες και σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων ομάδων (επιστημόνων, πολιτικών, περιβαλλοντικών οργανώσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων) για την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών ξεκίνησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο τρείς δεκαετίες πριν, τότε που εισήχθη η πρώτη γενετικά τροποποιημένη σόγια. Έκτοτε οι προβληματισμοί και οι διαφωνίες επεκτάθηκαν σε νομικά, τεχνολογικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα καθώς και σε ζητήματα βιοηθικής, ενώ στην πορεία ενεπλάκηκε και το κοινό, ως ο βασικός καταναλωτής με δικαίωμα λόγου και άποψης. Η πρωτοτυπία της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη έρευνα πεδίου στην Κύπρο η οποία διερευνά τις απόψεις και αντιλήψεις των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού σχετικά με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ). Η περίπτωση της Κύπρου αποτελεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως χώρα που διατηρεί αρνητική θέση προς τους ΓΤΟ, από την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμένεται ότι η ανάλυση των δεδομένων θα οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που θα προσφερθούν στους φορείς χάραξης πολιτικής, προς αξιοποίηση και ειδικότερα για την διαμόρφωση τεκμηριωμένης εθνικής στρατηγικής.
Σκοπός και στόχοι: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση των απόψεων και αντιλήψεων των ενδιαφερομένων μερών και του κοινού για τους ΓΤΟ. Αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη βασικό ζητούμενο αποτέλεσε η διαμόρφωση της πολιτικής θέσης της Κύπρου, ο βαθμός εμπιστοσύνης προς την επιστημονική αξιολόγηση κινδύνου που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων, η στάση του γενικού πληθυσμού, o βαθμός αποδοχής για χρήσεις των ΓΤΟ σε πεδία άλλα από την γεωργική και οι ιδιομορφίες της Κύπρου, που μπορεί να επικαλεσθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να απαγορεύσει την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Όσον αφορά στο κοινό η μελέτη εστίασε στις αντιλήψεις των πολιτών ως προς τις διάφορες χρήσεις των ΓΤΟ και τους παράγοντες που επηρέασαν στην διαμόρφωση τους, την ικανοποίηση τους από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και τον κρατικό έλεγχο, τις πηγές ενημέρωσης τους και την αξιοπιστία των πηγών αυτών καθώς και στην αυτοεκτίμηση των γνώσεων τους.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε μεικτή μεθοδολογική προσέγγιση, γνωστή ως τριγωνοποίηση, με συνδυασμό ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας, για τα ενδιαφερόμενα μέρη και το κοινό αντίστοιχα. Για την ποιοτική έρευνα εφαρμόσθηκε ο τύπος της
ημιδομημένης συνέντευξης και η επιλογή των ατόμων έγινε με την τεχνική της σκόπιμης δειγματοληψία, και την χρήση της στρατηγικής κριτηρίου και χιονοστιβάδας. Για την ποσοτική έρευνα εφαρμόσθηκε η χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, που σχεδιάσθηκε από την ερευνήτρια και διακινήθηκε ηλεκτρονικά με τυχαία δειγματοληψία. Για τη θεματική ανάλυση των ποιoτικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό NVivo 12 Plus, ενώ τα αποτελέσματα της ποσοτικής έρευνας έτυχαν στατιστικής επεξεργασίας με το λογισμικό SPSS 21.0 (Statistical Package for Social Sciences).
Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζονται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη παρατίθενται τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας σε θεματικές ενότητες κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Στην δεύτερη παρουσιάζεται η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου επίσης κατά αντιστοιχία των ερευνητικών ερωτημάτων. Τα ευρήματα των δύο μεθόδων τριγωνοποιήθηκαν μεταξύ τους και συγκρίθηκαν με ευρήματα άλλων επιστημονικών ερευνών.
Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της ποιοτικής έρευνας ανέδειξαν την ισχυρή επιρροή των περιβαλλοντικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και κάποιων πολιτικών κομμάτων στην διαμόρφωση μιας αρνητικής κοινής γνώμης έναντι στους ΓΤΟ. Ενώ για τις περιβαλλοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις τα βασικά κίνητρα είναι ο φόβος για τις πιθανές μελλοντικές συνέπειες, για τα πολιτικά κόμματα καθοριστικά φαίνεται να λειτούργησαν αφενός ο ιδεολογικός προσανατολισμός που συσχετίστηκε με τη στάση απέναντι στα μονοπωλιακά συμφέροντα των βιοτεχνολογικών εταιρειών και αφετέρου η ανησυχία για το πολιτικό κόστος. Στην ενίσχυση της αρνητικής θέσης συνέβαλαν σημαντικά τα ΜΜΕ, που δεν στάθηκαν αρωγοί μιας ορθής και αντικειμενικής ενημέρωσης λόγω της απουσίας εξειδικευμένων δημοσιογράφων στην Κύπρο, ή της εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αυτή την αρνητική κοινή γνώμη επικαλέστηκε η Κύπρος για να στηρίξει την αρνητική πολιτική της θέση. Το γεγονός ότι η κοινή γνώμη είναι υπολογίσιμη για τη χάραξη κυβερνητικής πολιτικής αποδεικνύει την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός ορθά ενημερωμένου κοινού και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα για επιμόρφωση όχι μόνο με ατομική ευθύνη αλλά κυρίως με κρατική μέσω συμπερίληψης σχετικού μαθήματος στα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων, κίνητρα για εξειδίκευση των δημοσιογράφων, εκπομπές στα κρατικά κανάλια, επιμόρφωση ενηλίκων στα επιμορφωτικά μαθήματα.
Οι εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και ΜΚΟ παρουσιάστηκαν αρνητικοί στην οποιαδήποτε χρήση των ΓΤΟ ακόμα και ιατρική ή φαρμακευτική. Διαφοροποιημένοι και πιο θετικοί, ιδιαίτερα για τη θεραπευτική χρήση, εμφανίζονται οι συμμετέχοντες επιστήμονες από συναφείς κλάδους. Οι ίδιες ομάδες, εξέφρασαν έντονη δυσπιστία προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων. Επικαλούμενοι οικονομικά συμφέροντα και χωρίς στοιχεία αναφέρθηκαν σε μία μη αμερόληπτη Αρχή. Οι επιστήμονες επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν σχετικά με την αξιοπιστία της Αρχής καθώς δεν είναι άμεσα διαθέσιμα τα επιστημονικά δεδομένα, βάσει των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις. Οι ανησυχίες αυτές ενδέχεται να μειωθούν με την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1381, ο οποίος διασφαλίζει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις μελέτες και πληροφορίες τόσο στο κοινό όσο και στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Κύπρος παρουσιάζει ιδιομορφίες οι οποίες εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με την προώθηση της γενετικά τροποποιημένης καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η διατάραξη του φυσικού πλούτου της χώρας, το μικρό της μέγεθος, οι μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ο πολυτεμαχισμός της γης και ο μεγάλος αριθμός διάσπαρτων και πολλές φορές νομαδικού τύπου μελισσιών αυξάνουν τη δυνατότητα επιμόλυνσης και δεν επιτρέπουν την γεωγραφική απομόνωση που συστήνεται, μέσω των μέτρων συνύπαρξης. Επιπρόσθετα η κρατική γεωργική πολιτική για προώθηση των βιολογικών καλλιεργειών και των παραδοσιακών ποικιλιών δεν ευνοούν την γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια. Βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας (Οδηγία (ΕΕ) 412/2015), οι ιδιομορφίες αυτές αρκούν για την «κατά περίπτωση» εξαίρεσή της από το πεδίο των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας η ανησυχία του κοινού αναφορικά με την ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, ως προς την υγεία παρόλο που παραμένει σε ψηλά επίπεδα, παρουσιάζει αισθητή μείωση, συγκρινόμενη με το ευρωβαρόμετρο 2010. Η σχετική αυτή μείωση δεν επηρέασε το ενδεχόμενο κατανάλωσής τους, το οποίο παραμένει απομακρυσμένο, αφού τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα κρίνονται ως προϊόν ανθρώπινης παρέμβασης, παράγοντας κρίσιμος για την αποδοχή τους. Ο φόβος για την υγεία αναδείχθηκε ως ο κύριος παράγοντας αυτής της ανησυχίας. Επιπλέον οι διατροφικές συνήθειες σε συνδυασμό με το βιοτικό επίπεδο, επηρεάζουν τις επιλογές τροφίμων των Κυπρίων πολιτών. Παρόλα όμως αυτά στη βάση της άγνοιας του και ενάντια στα θέλω του, καταναλώνει ζώα φάρμας τα οποία εκτρέφονται εξ ολοκλήρου με γενετικά τροποποιημένες ζωοτροφές. Αρνητισμός παρατηρείται και στο ενδεχόμενο ανάπτυξης
γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών στην Κύπρο, με σημαντικότερο λόγο το φόβος για τις συνέπειες στο περιβάλλον. Μοναδική επιφύλαξη αποτελεί το ενδεχόμενο καλλιέργειας φυτών ανθεκτικών στην ξηρασία, λόγω του έντονου προβλήματος που αντιμετωπίζει η Κύπρος. Σύμφωνα με τις στατιστικά σημαντικές σχέσεις της έρευνας, περισσότερο θετικοί ως προς τους ΓΤΟ παρουσιάσθηκαν οι γυναίκες, τα νεαρότερα άτομα, τα άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τα άτομα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των οποίων υπάρχουν μέλη σχετιζόμενα με βιολογικές ή περιβαλλοντικές επιστήμες σε αντίθεση με αυτούς που παρουσίασαν αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων. Η αυξημένη αυτοεκτίμηση γνώσεων ερμηνεύεται στη βάση της «υποκειμενικής γνώσης» και παρουσιάζει στατιστικά σημαντική σχέση αφενός με τη μείωση της ικανοποίησης από το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο και αφετέρου με τη μείωση των θετικών στάσεων, αλλά και με την ταυτόχρονη αύξηση του φόβου για την υγεία και το περιβάλλον. Ως προς τον κρατικό έλεγχο των τροφίμων οι πολίτες παρουσιάζονται δύσπιστοι προς τις αρμόδιες υπηρεσίες. Σε ό,τι αφορά στη σήμανση των τροφίμων, φάνηκε ότι αποτελεί βασική απαίτηση του κοινού, αφού οι πλειοψηφία των πολιτών ελέγχει τις ετικέτες και δεν θα αγόραζε σχεδόν ποτέ προϊόντα που φέρουν σήμανση για την ύπαρξη ΓΤΟ.
Αναφορικά με τα κριτήρια έγκρισης μια γενετικής τροποποίησης οι πολίτες θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να καθορίζονται βάση της κοινής γνώμης αλλά βάση πορισμάτων επιστημονικών ερευνών και μελετών αξιολόγησης κινδύνου από φορείς που δεν σχετίζονται με πολυεθνικές εταιρείες, αλλά λειτουργούν είτε ανεξάρτητα, είτε υπό τον κρατικό έλεγχο.
Συνηθέστερες πηγές πληροφόρησης του κοινού είναι τα ΜΜΕ, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως η πλέον αξιόπιστη πηγή κρίθηκαν οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, στα ΜΜΕ αποδόθηκε χαμηλή αξιοπιστία ενώ σχετικά με τις πληροφορίες που προέρχονται από περιβαλλοντικές οργανώσεις αυτές κρίθηκαν αρκετά αξιόπιστες επιβεβαιώνοντας εν μέρει την θέση των εκπροσώπων τους για την συμβολή τους στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Περιέχει βιβλιογραφικές παραπομπές.
2022-09-01T00:00:00Z